Τα χρόνια κυλούν σαν νερό στο ποτάμι,
κι εγώ τα κοιτάζω με βλέμμα ήρεμο, γλυκό,
όσο το πρόσωπό μου χαράζουν σημάδι,
γραμμές που σαν χάρτης μιλούν στο κενό.
Κάθε ρυτίδα και μια ιστορία,
κάθε λευκή τρίχα, ένας ψίθυρος απαλός·
μαθαίνεις να ζεις με αυτή την ευλογία,
την αλλαγή που έρχεται, αργός ο σκοπός.
Οι φίλοι φεύγουν, οι μνήμες θολώνουν,
σαν όνειρα σβήνουν, μικραίνουν στη γη,
μα κάτι στα βάθη του νου πάντα μένει,
μια φλόγα που τρέμει, μα πάντα εκεί.
Αλλάζει το σώμα, βαραίνει η κίνηση,
μα μέσα στην ψυχή, μια άνοιξη ανθεί·
κάθε μέρα που φεύγει, μια νέα αρχή,
με βλέμμα πιο ήρεμο, βαθιά κατακλεί.
Έτσι μεγαλώνω, με μια σιγουριά,
πως οι στιγμές μου δε χάνονται πια·
μεγαλώνω, απλώνω ρίζες στη γη,
και ό,τι αγάπησα, ανθίζει εκεί.