Ποτέ δε σε ρώτησα «γιατί».
Όλα τα ερωτηματικά
και τις ανασφάλειες
τα άφησα να χαθούν
εκείνο το πρωί που σε έβλεπα με βήμα ταχύ να ξεμακραίνεις.
Ο δρόμος κατάπινε τις λέξεις
πριν καν ξεχυθούν σαν χείμαρρος στις πλάκες.
Δεν αναρωτήθηκες.
Μόνο έσφιξες τα χέρια σε σχήμα γροθιάς
κι έφυγες.
Έμενα ακίνητη να σε κοιτώ.
Κι εσύ ασάλευτος στο βλέμμα.
Σήμερα πέρασα πάλι από το ίδιο σημείο.
Μήπως βρω μια λέξη πεσμένη
μήπως ακούσω κάποιο ψίθυρο
κάτι…
Μήπως κι απαντηθεί ό,τι ποτέ δε ρώτησα.