Η δημόσια συζήτηση για τη woke κουλτούρα έχει φτάσει και στην Ελλάδα, μέσα από τοποθετήσεις πολιτικών, ηγετών, διανοουμένων αλλά και τον δημόσιο λόγο, σε παντός είδους Τύπο και σόσιαλ μίντια. Οι απόψεις πολλές, οι τοποθετήσεις αιχμηρές, και οι αστοχίες ακόμα περισσότερες. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γάλλος φιλόσοφος Πασκάλ Μπρυκνέρ, σε debate που διοργάνωσε το iefimerida.gr, μοιράστηκαν τις σκέψεις τους για το φαινόμενο, το οποίο συχνά περιγράφεται ως ένας νέος πολιτιστικός πόλεμος που διχάζει κοινωνίες και γενιές.
Η «τυραννία των μειονοτήτων»
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιέγραψε τη woke κουλτούρα των ΗΠΑ ως έναν νέο τύπο ανελευθερισμού (illiberalism), όπου μειοψηφίες επιχειρούν να επιβληθούν στη δημόσια σφαίρα, ακυρώνοντας κάθε διαφορετική φωνή.
«Δεν πρέπει να συγχέουμε την προστασία των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, που αποτελεί πυλώνα του φιλελευθερισμού, με την κατεύθυνση που έχει πάρει αυτό που ορίζουμε ως woke κουλτούρα στις ΗΠΑ, όπου ο διάλογος έχει γίνει τόσο διχαστικός ώστε να έχει πάψει να συνιστά διάλογο.»
Αναφερόμενος στην κατάσταση στα αμερικανικά πανεπιστήμια, διατύπωσε την άποψη ότι η woke κουλτούρα πλέον θυμίζει κάτι περισσότερο από μια αντιδραστική τάση. Όταν, σύμφωνα με τον ίδιο, η διαφορετική άποψη απορρίπτεται και ο λόγος χρησιμοποιείται μόνο για να προκαλεί και να διχάζει, τότε η κοινωνία δε μιλά πια, αλλά επιβάλλει. Η εικόνα αυτή, στην οποία μια μειοψηφία προσπαθεί να επιβληθεί στη δημόσια συζήτηση, προκαλεί έντονο προβληματισμό.
«Φοβάμαι ότι η υποχρέωση να ακούς έχει χαθεί στην αποκαλούμενη woke κουλτούρα στις ΗΠΑ, όπου ομάδες επιδιώκουν να προωθήσουν τη διχόνοια, τον θυμό και τη σύγκρουση, όπου ο λόγος δε χρησιμοποιείται τόσο για τη διατύπωση επιχειρημάτων όσο για να προκληθεί ο άλλος. Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό. Είναι στην ουσία ο ορισμός του ανελευθερισμού (illiberalism), όπου μία μειοψηφία προσπαθεί να επιβληθεί της πλειοψηφίας.
Η έννοια της τυραννίας της πλειοψηφίας προωθήθηκε από τον John Stuart Mill προκειμένου να διασφαλιστεί ότι στις δημοκρατίες υπάρχει ένα πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων των μειοψηφιών. Τώρα βρισκόμαστε σε άλλο επίπεδο, έχουμε την τυραννία των μειοψηφιών, οι οποίες δεν επιτρέπουν σε οποιονδήποτε να αμφισβητήσει την άποψή τους. Εάν τολμήσεις να εκφράσεις αμφιβολίες για τη γνώμη τους σε «βαφτίζουν» φασίστα, υποστηρικτή της πατριαρχίας, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Αυτή η woke κουλτούρα δεν υπάρχει στην Ευρώπη. Είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Εάν επαφίεται σε εμένα, δε θα ήθελα ποτέ να υπάρξει στην Ελλάδα. Δεν πρέπει να συγχέουμε την προστασία των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, που αποτελεί πυλώνα του φιλελευθερισμού, με την κατεύθυνση που έχει πάρει αυτό που ορίζουμε ως woke κουλτούρα στις ΗΠΑ, όπου ο διάλογος έχει γίνει τόσο διχαστικός ώστε να έχει πάψει να συνιστά διάλογο.»
Από την πλευρά του, ο Μπρυκνέρ πήγε ακόμα πιο πέρα, χαρακτηρίζοντας τον wokisme ως «διαστροφή της προοδευτικότητας», με την έννοια ότι το κίνημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης έχει μετατραπεί σε εφιάλτη για όποιον δε συμφωνεί πλήρως με τις επιταγές του, αφού σύμφωνα με τον ίδιο, η ιδέα ότι, στη Γαλλία, μπορείς να βρεθείς υπόλογος για μια «λάθος» ματιά ή μια «λάθος» λέξη, φαντάζει τρομακτική και δυστοπική.
Αυτό που εγείρεται, λοιπόν, είναι το ερώτημα: η woke κουλτούρα είναι πράγματι ο δρόμος για μια πιο δίκαιη και ίση κοινωνία, ή κινδυνεύει να καταλήξει σε μια νέου τύπου κοινωνική καταπίεση; Ο Κ. Μητσοτάκης φαίνεται να πιστεύει ότι, στην Ευρώπη, αυτή η ακραία μορφή πολιτικής ορθότητας δεν έχει πάρει την ίδια διάσταση. Όμως, τα προβλήματα που ενδεχομένως αντιμετωπίζουμε σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες δεν είναι καινούρια και δεν πρόκειται να λυθούν απλώς με την εφαρμογή αυστηρών κανόνων γύρω από το «ποιος μπορεί να πει τι».
Η διαφωνία για το αν θα πρέπει να υπάρξει μια woke κουλτούρα στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη συνολικά, δεν είναι μόνο ιδεολογική, αλλά και πολιτική. Οι κοινωνίες που αποδέχονται τις αξίες της ελευθερίας του λόγου, της ανεκτικότητας και της αλληλοκατανόησης, δε θα πρέπει να αφήσουν τη συζήτηση να μετατραπεί σε ένα παιχνίδι εξουσίας, όπου η υπεροχή των ιδεολογιών καταπιέζει κάθε αντίθετη φωνή. Εν τέλει, η ουσία του ζητήματος είναι απλή: μπορούμε να προχωρήσουμε ως κοινωνία προασπίζοντας τα δικαιώματα όλων, χωρίς να χάνουμε τη δυνατότητα της κριτικής σκέψης και του διαλόγου;