«Για να σε εκδικηθώ, σου σκίζω τις φωτογραφίες κι εσύ όπως και εγώ…» κάπως έτσι σε στίχους του Κυριάκου Ντούμου ξεκινάει το τραγούδι αυτό. Μια υπέροχη ροκ μπαλάντα που έχει σημαδέψει κάθε ερωτευμένο της δεκαετίας του ’80 –και όχι μόνο- που δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χωρισμό. Και όποιος πει ότι δεν τον έχει σημαδέψει, απλά λέει ψέματα. Είναι ένα τραγούδι ροκ βγαλμένο μέσα από το μυαλό του Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ, ερμηνευμένο από τον ίδιο αλλά και από έναν από τους μεγαλύτερους λαϊκούς τραγουδιστές του Ελληνικού πενταγράμμου. Πώς όμως δύο τέτοιοι μουσικοί δρόμοι συναντήθηκαν;
Η ιστορία του τραγουδιού θα μας ταξιδέψει 36 χρόνια πίσω, στο 1988, όταν ο Λάκης Παπαδόπουλος ετοίμαζε το 5ο του άλμπουμ. Έγραψε τη μουσική ο ίδιος και ηχογράφησε το τραγούδι «Για να σε εκδικηθώ», τραγουδώντας το σόλο. Όμως κάτι μέσα του δεν τον ικανοποίησε και έψαχνε να βρει κάπως να το αλλάξει. Εκείνο το χρονικό διάστημα δύο συμπτώσεις θα δώσουν λύση στην ανησυχία του. Ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ είχε τον ίδιο μουσικό παραγωγό, τον Ηλία Μπενέτο, με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Και εκτός από αυτό οι δύο ερμηνευτές ήταν γείτονες, οπότε η λύση δεν άργησε να βρεθεί. Ο Λάκης πρότεινε στον Δημήτρη να πει το τραγούδι αυτός, αλλά ο δεύτερος θεώρησε πιο δίκαιο να «μοιραστούν» την ερμηνεία. Έτσι κι έγινε.
«Για να σε εκδικηθώ, πετάω ενθύμια και δώρα, κι εσύ όπως και εγώ, θρύψαλα και σκουπίδια τώρα, τις ζωγραφιές σου σκίζω, τα πόστερ που αγαπούσες και βάφω τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσες…» σε αυτό το σημείο του τραγουδιού η μεγάλη λαϊκή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου συναντάει τους κόσμους της ροκ. Η metallic εκδοχή των λαϊκών του γυρισμάτων μέσα από αυτό το τραγούδι θα του ανοίξουν κι άλλες πόρτες στη μουσική. Όταν ο Λάκης πήρε το οκ από τον Δημήτρη, έκατσε, έκοψε και «έραψε» το τραγούδι στα μέτρα και των δύο. Εκεί που ένας θα σταματάει, ο άλλος θα συνεχίζει και ενώνονται στον απόλυτο στίχο: «Για να γιατρέψω τις ατέλειωτες πληγές αφού δε βγήκες από μέσα μου ποτέ…».
Για τους δύο ερμηνευτές αυτό το τραγούδι ήταν σημαδιακό. Ο Λάκης Παπαδόπουλος έγραψε και τραγούδησε ίσως τη διαχρονικότερη ροκ μπαλάντα του ελληνικού πενταγράμμου. Τόλμησε να κάνει ένα ντουέτο, που κανένας άλλος δεν είχε σκεφτεί. Και η επιτυχία τον δικαίωσε. Για τον Δημήτρη Μητροπάνο ήταν ένα άνοιγμα σε ένα άλλο μουσικό είδος. Από εκείνη την ερμηνεία και μετά, η λαϊκή του φωνή θα πάρει κάποια στοιχεία από άλλα είδη και θα φτάσει το λαϊκό τραγούδι σε ένα άλλο level, πιο δυναμικό και πιο συναισθηματικό, και θα ανοίξει τις πόρτες και σε υποστηρικτές άλλων μουσικών ειδών. Οι συνεργασίες του από το 1992 και μετά με τον Νίκο Πορτοκάλογλου, τον Μάριο Τόκα, τον Φίλιππο Γράψα, τον Θάνο Μικρούτσικο και μια πλειάδα μουσικών και στιχουργών – όχι απαραίτητα από το λαϊκό τραγουδιστικό φάσμα- θα απογειώσουν την καριέρα του και αυτή η «διαφορετική» ερμηνεία λαϊκών ασμάτων θα τον καθιερώσει ως ένα από τους σπουδαιότερους Έλληνες ερμηνευτές.
Για τον Δημήτρη Μητροπάνο και τον Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ το τραγούδι αυτό ήταν μια τεράστια μουσική και εμπορική επιτυχία και αυτό φάνηκε με την πάροδο του χρόνου, καθώς δεν έσβησε ποτέ από την καρδιά του κοινού. Δεν ξεχάστηκε ποτέ. Και αυτό γιατί οι στίχοι του Κυριάκου Ντούμου με τη μουσική και τις ερμηνείες των δύο τραγουδιστών χάραξε κάθε καρδιά που έζησε τον απόλυτο χωρισμό. Όλα αυτά που νιώθει ένας ερωτευμένος που βιώνει την πίκρα και τον θυμό, την απόρριψη και την εγκατάλειψη. Και όταν μέσα στο παράπονο του κοιτάξει τις κουρτίνες, θα σιγοψιθυρίσει «κομμάτια στις γωνιές και στις πλατείες τα γράμματά σου καίω, μέσα στον πυρετό μου και σβήνω το όνομά σου, μαζί με το δικό μου…»
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη