Υπάρχει κάποια λεπτή νοητή γραμμή που ξεχωρίζει το θάρρος από το θράσος, καθώς και την ειλικρίνεια από την αγένεια. Είναι θέμα ισορροπίας το να μπορείς να ελίσσεσαι έξυπνα χωρίς να πατάς τη γραμμή αυτή και δίχως να χρειάζεται να παίζεις «θέατρο», όντας ανειλικρινής. Άλλωστε, πέρα από τις λέξεις, ο τρόπος έκφρασης, το ύφος μας, το περιβάλλον που βρισκόμαστε, ακόμα και η στάση του σώματός μας καθορίζουν ρητά το πώς θα ερμηνευτεί από τον κάθε αποδέκτη η άποψή μας και όσα νιώθουμε.

Ας πούμε, η χρήση της ωμής αλήθειας σε επαγγελματικά θέματα δεν έχει την ίδια βαρύτητα και δεν είναι το ίδιο παρεξηγήσιμη όπως στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Σε επαγγελματικές συναναστροφές δεν επικαλούμαστε το συναίσθημα, σε αντίθεση με τις προσωπικές μας σχέσεις που στηρίζονται σε αυτό. Δίνοντας ένα απλό παράδειγμα για να κατανοήσουμε τη διαφορετικότητα των περιστάσεων, θα λέγαμε ότι, όταν σε ένα επαγγελματικό meeting κάποιος συνεργάτης παρουσιάζει ένα project που δε μας βρίσκει σύμφωνους και του εκφράζουμε πως δε συμφωνούμε με την ιδέα του, ποτέ δεν απορρίπτουμε την πρότασή του ωμά (παραθέτοντας φυσικά τους λόγους που διαφωνούμε). Σε αντίστοιχη περίπτωση, εάν ένας καλός φίλος μας παρουσιάζει τα επιχειρηματικά του σχέδια/ όνειρα που θα προσπαθήσει να υλοποιήσει και από εμάς αποζητά μια φιλική γνώμη/ συμβουλή, ακόμα κι αν όσα μας ξεστομίζει είναι κάπως αβάσιμα ή ακόμα κι αν νιώθουμε πως ακούμε «όνειρα θερινής νυχτός», δεν μπορούμε ωμά και ψυχρά να του μηδενίσουμε το όνειρό του. Το λεγόμενο τακτ σε αυτή την περίπτωση θα δώσει απαντήσεις που δε θα ακουστούν αγενείς και υποτιμητικές.

Μια άλλη περίπτωση θα μπορούσε να είναι το να συναντήσεις έναν άνθρωπο, σε μια κοινή παρέα για παράδειγμα, ο όποιος όχι απλά δε σου είναι συμπαθής, αλλά τον νιώθεις κάπως αποκρουστικό. Σε όλους μας έχει τύχει! Ο τρόπος με τον οποίον, όμως, θα διαχειριστείς την παρουσία του ατόμου αυτού, έχει να κάνει με εσένα κι όχι με εκείνον. Στην τελική, εσύ έχεις το πρόβλημα στην παρούσα φάση! Το να γυρίσεις ευθέως και να του ξεστομίσεις ότι δεν τον γουστάρεις, σίγουρα σε καθιστά ειλικρινή αλλά και συνάμα αγενή, ενώ σε μια άλλη εκδοχή θα μπορούσες απλά να προσπεράσεις την παρουσία του και με έξυπνο τρόπο να ασχοληθείς με τους ανθρώπους που συμπαθείς, αντί για εκείνον.

Όσες περιπτώσεις και να αναφέρουμε πάντα θα καταλήγουμε στο ότι θα υπάρχει ένας εναλλακτικός τρόπος συμπεριφοράς και έκφρασης των όσων νιώθουμε, χωρίς να είμαστε σκληροί κι αγενείς, καθώς η ωμότητα του λόγου τείνει να είναι παρεξηγήσιμη, ακόμα κι αν η πρόθεσή μας δεν είναι τέτοια.

Όσο αποκρουστικός κι αν ακούγεται ο όρος «διπλωματία», άλλο τόσο πολύτιμος αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές και στέκεται νικητής σε όλες τις περιστάσεις. Ίσως ο όρος αυτός μας διδάσκει να είμαστε ευγενείς, μετρημένοι και τα λόγια μας να ακούγονται κομψά και κόσμια, αν μάθουμε να τη χρησιμοποιούμε σωστά και με σύνεση. Κι εφόσον εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας να λειτουργεί με μικρές δόσεις διπλωματίας, οι εκφράσεις μας θα αποκτήσουν πραότητα, σταθερότητα και δε θα λειτουργούμε «εν θερμώ», οπότε αυτομάτως θα μπορέσουμε με μεγαλύτερη άνεση να ελέγχουμε τις αντιδράσεις μας και να έχει η κάθε κίνησή μας σαφή στόχο και σκοπό. Κοινώς, μετανιώνουμε λιγότερα πράγματα εν καιρώ.

Σε αυτό το σημείο θα βρεθούν κάποιοι που θα πουν ότι η διπλωματία είναι ο λόγος που επικρατεί τόση ψευτιά και υποκρισία στον κόσμο μας και όντως ακόμα κι εδώ υπάρχουν λεπτές γραμμές κατά τη χρήση της. Είπαμε «μικρές δόσεις» γιατί η υπερδοσολογία της καταντά υποκριτική. Η παντελής απουσία της, όμως, μπορεί να κρύβει την ίδια υποκρισία υπό το πέπλο της αληθοφάνειας. Άσε που, τον αγενή, ουδείς τον αγάπησε στο τέλος.

Συντάκτης: Άννα Γιαννούλη