

Το να φλέγεται ο εσωτερικός μας κόσμος για έναν άνθρωπο που αγνοεί την υπόσταση αυτής της φλόγας συνιστά μια απ’τις πιο ήσυχες μορφές αναστάτωσης. Εγκλωβιζόμαστε σ’έναν εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος επαναλαμβάνεται σπαρακτικά χωρίς καμία απεύθυνση. Βρισκόμαστε μόνο με τη φωνή μας σ’ένα δωμάτιο χωρίς ηχώ. Τα συναισθήματά μας δεν επιζητούν ανταπόκριση. Μόνο αναγνώριση από ένα βλέμμα που να μαρτυρά ότι το μήνυμα ελήφθη. Έστω κι άηχα. Η απουσία αυτής της επιβεβαίωσης, όμως, μας βαραίνει ψυχολογικά. Και μας βαραίνει καθημερινά. Εμφανίζεται με μικρές δόσεις σιωπής που συσσωρεύονται και χτίζουν το συναισθηματικό μας κενό.
Πόσο αινιγματική μοιάζει αυτή η έλξη προς έναν άνθρωπο που μπορεί να μη γνωρίζει καν την ύπαρξή μας. Του χαρίζουμε χώρο στους συλλογισμούς μας. Του παραχωρούμε πρωταγωνιστικό ρόλο σε διαλόγους με το ταβάνι και του πλέκουμε ιστορίες που δε θα ειπωθούν. Κι όλα αυτά πραγματοποιούνται με παραδειγματική ευλάβεια. Λειτουργούμε ως αφανείς σκηνοθέτες ενός έργου που δε θα παιχτεί στο ευρύ κοινό, διότι ο πρωταγωνιστής δε γνωρίζει πως έχει επιλεγεί. Εντούτοις, η παράσταση μέσα μας συνεχίζεται κάθε βράδυ και το κοινό είναι ο ίδιος μας ο νους.
Ο ψυχικός μόχθος αυτού του «ανείπωτου» μετατρέπεται σε άχθος. Γνωρίζουμε πως κουβαλάμε κάτι εύθραυστο που δεν πρέπει να ραγίσει, παρόλο που έχει ήδη αρχίσει να «σπάει» μέσα μας. Απ’την άλλη πλευρά, είναι κι ανθρώπινο. Κι ας ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε. Ο λόγος, είναι πως μας έμαθαν να ταυτίζουμε την αποδοχή με το δικαίωμα στο συναίσθημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε μόνο το βίωμα, δίχως καμία εγγύηση επιστροφής.
Κάποια στιγμή ίσως και ν’ αντιληφθούμε πως αυτή η σιωπή έχει γίνει δόκανο. Μας έχει φυλακίσει, γιατί μας φαίνεται πως το να εκτεθούμε θα μας φθείρει περισσότερο απ’ όσο ήδη φθειρόμαστε απ´την αποσιώπηση. Προτιμάμε να παραμείνουμε αφανείς και να διατηρήσουμε το μυστήριο ως καταφύγιο μας. Ώρες-ώρες το ανείπωτο μας κρατάει στα πόδια μας. Επειδή το κρατάμε μυστικό. Η πιθανότητα απόρριψης φαντάζει πιο αφόρητη απ’ το μαρτύριο της σιωπής. Η απόσταση προσφέρει ένα είδος ασφαλούς θερμοκοιτίδας. Μας τοποθετεί σ’ένα περιβάλλον στο οποίο μπορούμε να φανταζόμαστε και να συντηρούμε την αυταπάτη των πιθανοτήτων.
Σ’αυτό το περιβάλλον εδρεύει κι ένα παράδοξο. Δηλαδή, αισθανόμαστε απο απόσταση. Αν κατέρρεε η σιωπή, ενδεχομένως να βούλιαζε ολόκληρη η δομή που χτίστηκε μέσα μας με τόσους μονολόγους. Το πρόσωπο που ποθούμε -χωρίς να το γνωρίζει- έχει πάρει διαστάσεις υπερβατικές. Του προσφέραμε άνεση μέσα στην ενδόμυχη αναμονή. Δεν ξέρει τίποτα κι όμως κυριαρχεί. Δε συμμετέχει κι όμως διαμορφώνει κάτι απ’εμάς.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια ευδιάκριτη ευγένεια σ’αυτή την κατάσταση. Το να νιώθουμε κάτι έντονο και να το κρατάμε εντός μας, οχι από φόβο, αλλά απο σεβασμό. Από εκείνον τον λεπτεπίλεπτο κώδικα αβρότητας που υπαγορεύει πως κάποια αισθήματα δε μοιράζονται με λέξεις. Δε μας λείπει θάρρος. Απλώς, περισσεύει η λεπτότητα. Σκεφτόμαστε πως ο παραλήπτης δεν είναι έτοιμος ή διαθέσιμος.Κι έτσι, γινόμαστε οι αφανείς συγγραφείς των ανείπωτων σκέψεων που δε συναντήθηκαν με το απωθημένο.
Σε τέτοιες περιστάσεις καλούμαστε να ισορροπήσουμε πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στην επιθυμία και την αυτοσυντήρηση. Δεν υπάρχει προκαθορισμένη τακτική. Μόνο εκείνες οι αποφάσεις που φανερώνουν τον τρόπο που στεκόμαστε απέναντι στον εαυτό μας. Άλλες φορές βασανιστικά κι άλλες λυτρωτικά.
Αν νιώθουμε πως το συναίσθημα διαβρώνει τη σχέση με τον πυρήνα της ψυχής μας, τότε είναι καιρός να το απελευθερώσουμε. Οχι για να βρούμε θετική ανταπόκριση που ποθούμε. Κανένας δεν μπορεί να μας εγγυηθεί το αποτέλεσμα. Αλλά για να σταματήσει να κυριαρχεί. Να του δώσουμε κάποια μορφή. Έστω με μια διστακτική εξομολόγηση, ώστε να παύσει να υπάρχει ως φάντασμα. Αν πάλι η σιωπή δε μας βαραίνει και λειτουργεί σαν οπτική προσωπικής αφοσίωσης, τότε ας την κρατήσουμε.
Καλώς ή κακώς, καμία επιλογή δεν υπερτερεί εκ των προτέρων. Εκείνο που μετρά είναι να παραμένουμε ειλικρινείς απέναντι σε ό,τι αισθανόμαστε και να μην προδώσουμε την ψυχική μας γαλήνη. Είτε μιλήσουμε είτε σωπάσουμε πρέπει να το πράξουμε με συνείδηση. Για να τιμήσουμε αυτό που κάποτε γεννήθηκε μέσα μας ως κάτι που μας ταρακούνησε και δε ζητάει τίποτε άλλο παρά να ιδωθεί.