

Χτυπάει ειδοποίηση στο κινητό.
«Έχετε ένα νέο μήνυμα», σε ενημερώνει η εφαρμογή.
Και βλέπεις στις ειδοποιήσεις σου το όνομα εκείνου του φίλου. Εκείνου του φίλου που έχετε να τα πείτε πάρα πολύ καιρό. Η τελευταία φορά που επικοινωνήσατε, σκέφτεσαι, πρέπει να ήταν κοντά στους 7 μήνες πριν. Ήταν τότε που χρειαζόταν επειγόντως μία χάρη και σου ζήτησε να τον εξυπηρετήσεις. Και εσύ προθυμοποιήθηκες αμέσως να βοηθήσεις.
«Ναι ρε, μην το συζητάς», είπες και έσπευσες.
Και η εξυπηρέτηση πραγματοποιήθηκε.
Και η συνομιλία συνεχίστηκε με ένα «Ευχαριστώ πολύ ρε, είσαι φίλος. Α και να πάμε για κανέναν καφέ να τα πούμε και λίγο.»
Και για καφέ δεν πήγατε ποτέ. Και όχι απλά δεν τα είπατε λίγο αλλά δεν τα είπατε και καθόλου. Για την ακρίβεια δεν τα ξαναείπατε. Χαθήκατε τελείως. Και η δική σου απάντηση στο μήνυμα αυτό, που έλεγε «Ναι ρε να πάμε, καιρό έχουμε», έμεινε στο παραδόθηκε και δε διαβάστηκε ποτέ.
Και εκ τότε κανένα σημείο ζωής. Μέχρι τώρα.
Μέχρι που σου ήρθε αυτό το μήνυμα. Όχι κάτι το συγκλονιστικό βέβαια. Μόνο ένα μακρόσυρτο «Γειααα!» Και ένα «Τι κάνεις;» Και σε περίπτωση, που αποφασίσεις, παρά την εξαφάνιση που μεσολάβησε, να απαντήσεις σε αυτό το μήνυμα, θα διαπιστώσεις, πως θα ακολουθήσει μία χαλαρή και φιλική συζήτηση. Θα απαντάει γρήγορα. Θα κάνει χιούμορ. Θα ρωτάει για τη ζωή και τα νέα σου τους τελευταίους μήνες που ήταν απών. Θα δικαιολογηθεί για τη συμπεριφορά του με ένα «Σόρι που χάθηκα μωρέ αλλά είχα πολύ τρέξιμο». Και η ώρα θα περνάει και όλα θα φαίνονται καλά. Και πάνω που θα αναρωτιέσαι τι ακριβώς άραγε να πυροδότησε αυτή την επιθυμία για επαναπροσέγγιση μετά από τόσο καιρό, έρχεται εκείνο το μήνυμα.
«Μιας που το έφερε η συζήτηση…»
Και
«Παρεμπιπτόντως…»
«Εσύ που ξέρεις από αυτά…»
«Μήπως θα μπορούσες να με βοηθήσεις με…»
Και εκείνη τη στιγμή όλα βγάζουν νόημα. Και γνωρίζεις πως αυτή η ξαφνική επικοινωνία μόνο ξαφνική δεν ήταν. Και καταλαβαίνεις και συνειδητοποιείς πως κίνητρο της εκ νέου επαφής σας ήταν ένας πολύ συγκεκριμένος σκοπός. Να φανείς και πάλι χρήσιμος. Να καλύψεις μια ανάγκη, να προσφέρεις μια βοήθεια, να κάνεις μια εξυπηρέτηση. Και η επικοινωνία αυτή θα ολοκληρωθεί ξανά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και την προηγούμενη φορά. Θα σε ευχαριστήσει εγκάρδια για ό,τι έκανες. Διότι «Είσαι φίλος ρε». Θα αναφέρει ξανά εκείνον το καφέ που δε θα πάτε ποτέ και θα εξαφανιστεί για άλλη μια φορά.
Και ακόμη και εάν το σενάριο αυτό μοιάζει γνώριμο και οικείο, το μόνο βέβαιο είναι πως η ως άνω περιγραφόμενη συμπεριφορά δεν αρμόζει σίγουρα σε μία σχέση που έχει την αξίωση να αποκαλείται φιλία. Διότι, όσο άσχημο και αν φαίνεται, και όσο σκληρό και αν ακούγεται κάποιοι άνθρωποι δεν είναι φίλοι σου. Και δε θέλουν να είναι φίλοι σου.
Το γεγονός όμως πως δε θέλουν εσένα δε σημαίνει και ότι δε θέλουν και δε χρειάζονται κάτι από εσένα!
Χρειάζονται τις γνώσεις σου, τις τεχνικές σου ικανότητες, τις υπηρεσίες σου, τη βοήθεια που μπορείς να τους παράσχεις λόγω της θέσης, της δουλειάς και του επαγγέλματός σου. Είναι εκείνη η φίλη που επειδή είσαι γιατρός θα σου ζητήσει να της συνταγογραφήσεις εσύ γιατί «που να πληρώνω τώρα γιατρούς». Είναι εκείνος ο γνωστός που θα βγείτε για καφέ, και καλά για να τα πείτε, και θα καταλήξετε να σου ζητάει νομικές συμβουλές για την υπόθεση που τον απασχολεί. Πρόκειται για μια σχέση ωφελιμιστική και μονομερώς ανταλλακτική. Μονομερώς, διότι για όλες αυτές τις χάρες και τις εξυπηρετήσεις εσύ όχι απλώς δε λαμβάνεις για παράδειγμα την αμοιβή που θα ζητούσες από έναν άγνωστο, έναν τρίτο, έναν πελάτη, αλλά από ένα σημείο και μετά δεν μπορείς καν να αντιτάξεις και να ισχυριστείς πως σπεύδεις σε όλα αυτά χάριν της προσωπικής σας σχέσης. Γιατί φιλία στην ουσία δεν υπάρχει. Είστε «φίλοι» για όσο διάστημα σε έχουν ανάγκη. Για όσο παραμένεις χρήσιμος· για όσο υπάρχει κάτι που μπορούν να κερδίσουν μέσα από τη συναναστροφή μαζί σου. Μετά; Μετά κατά πως φαίνεται και βάση της δικής τους λογικής σου αξίζει μία θέση στα «μη αναγνωσμένα».
Τις περισσότερες των περιπτώσεων βέβαια είναι δύσκολο να διαγνώσει κανείς αυτό το συμπεριφορικό μοτίβο. Ακριβώς διότι πρόκειται για μοτίβο και κατά συνέπεια απαιτείται να υπάρξει ένα αξιόλογο χρονικό πλαίσιο ώστε να ξεδιπλωθεί ευδιάκριτα η συγκεκριμένη συμπεριφορά και να καταστούν σαφείς και ξεκάθαρες οι προθέσεις του άλλου προσώπου. Είναι αυτονόητο πως δεν μπορεί να προβεί κανείς σε τέτοιες διαπιστώσεις από ένα μεμονωμένο περιστατικό. Διότι αλίμονο εάν δεν κάναμε και κάποιες διευκολύνσεις στους φίλους μας όταν αυτοί βρίσκονται σε κάποια δύσκολη κατάσταση. Η διαφορά έγκειται ωστόσο στο ότι άλλο είναι να κάνεις μία χάρη σε κάποιον επειδή σας συνδέει μια σχέση φιλίας και άλλο να είστε «φίλοι» επειδή ο ένας από τους δύο σε μόνιμη βάση έχει κάτι να προσφέρει. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μια εξυπηρέτηση στα πλαίσια και εξ αφορμής της υφιστάμενης σχέσης οικειότητας. Στη δεύτερη περίπτωση αντίθετα έχουμε να κάνουμε με μία άνευ αμφιβολίας χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση, που με τρόπο χειριστικό ενδύεται τον μανδύα της φιλίας, ώστε να μπορεί κάποιος με ευκολία, με σχετική άνεση και χωρίς τύψεις να ζητάει πράγματα από τον άλλον, δημιουργώντας ταυτόχρονα στον δέκτη αυτής της συμπεριφοράς το αίσθημα της υποχρέωσης για εκπλήρωση αυτών των αιτημάτων στη βάση της υποτιθέμενης σύνδεσής τους.
Και σε αυτό το σημείο είναι που κάποιος, εφόσον αναγνωρίσει τέτοια στοιχεία στη στάση κάποιου «φίλου», οφείλει να θέσει τα όρια του. Διότι ακόμη και στις πιο στενές και προσωπικές μας επαφές τα όρια είναι αναγκαία και απαραίτητα. Γιατί η οικειότητα και η φιλία δεν αποτέλεσαν ποτέ συνώνυμα της ασέβειας και της αχαριστίας, της ασυδοσίας και κατάχρησης της καλοσύνης και της ευγένειας του άλλου. Σε τέτοιες καταστάσεις καταρχάς, εκκινούμε πάντα από το καλύτερο και ποιο αισιόδοξο σενάριο και αφήνουμε πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο ο άλλος να μην έχει αντιληφθεί πως η συμπεριφορά του έχει υπερβεί τα όρια. Το σημαντικό επομένως είναι, πριν από οτιδήποτε άλλο να συζητηθεί η δυναμική που έχει λάβει η σχέση μεταξύ των δύο προσώπων και να καταστεί ξεκάθαρο πως η συμπεριφορά αυτή έχει ενοχλήσει και ότι δεν πρόκειται να γίνει ανεκτή στο μέλλον. Στο δεύτερο και συνηθέστερο και μάλλον όχι και τόσο αισιόδοξο σενάριο, όπου το άλλο άτομο δε φαίνεται να παραδέχεται πως είχε αυτή τη συμπεριφορά, όπου δεν αναγνωρίζει καν τα όσα λες και επιμένει πως τα πράγματα δεν ήταν και δεν είναι έτσι· κάπου εκεί λοιπόν η συζήτηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί.
Διότι δεν έχει νόημα να προσπαθείς και να επιμένεις να εξηγήσεις σε ένα άτομο τον τρόπο, που σε έκανε να αισθανθείς η συμπεριφορά του, από τη στιγμή, που δεν επιδεικνύει καμία προθυμία να αφουγκραστεί τα όσα έχεις να πεις. Κάπου εκεί οφείλεις στον εαυτό σου, στην υπερηφάνεια και την αξιοπρέπειά σου να απομακρυνθείς και να αποστασιοποιηθείς. Να δημιουργήσεις ίσως, όσο σκληρό και άκαρδο και αν ακούγεται, μία θέση για κάθε τέτοιο άτομο στα δικά σου μη αναγνωσμένα μηνύματα.