

Αν είσαι και ‘συ από εκείνους, που μετρούν -σαν τους καταδίκους- μία προς μία τις μέρες μέχρι το Πάσχα, τότε μάλλον είσαι φίλος μας. Η αλήθεια είναι, για να μιλάμε ρεαλιστικά, πως δεν έμεινε πολύ και η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης είναι προ των Πυλών.
Το Πάσχα ανέκαθεν ήταν εκείνη η γιορτή που απολαμβάναμε ως παιδιά πιο πολύ από κάθε άλλη. Θες, γιατί σε αντίθεση με τα Χριστούγεννα, φεύγαμε σχεδόν κάθε χρόνο από τα μεγάλα αστικά κέντρα και βρίσκαμε καταφύγιο σε διάφορες επαρχίες, θες, γιατί οι πένθιμες καμπάνες του επιταφίου ηχούσαν πάντοτε μέσα από την ψυχή της άνοιξης, που αναπόφευκτα συνεπάγεται την ευθυμία, την αισιοδοξία και την ελπίδα, θες, γιατί ως παιδιά προσμέναμε πάντοτε με περίσσιο ενθουσιασμό τα δώρα και τις λαμπάδες των νονών μας; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, το Πάσχα για τα παιδιά είχε και έχει μία σημαίνουσα αξία.
Βέβαια, όσο μεγαλώνει κάποιος το μόνο θέλγητρο που βρίσκει σε αυτή τη γιορτή είναι η ανάπαυση, που προσφέρουν οι ολιγοήμερες διακοπές και (για τους τυχερούς αυτής της χώρας) το δώρο του Πάσχα. Θα μού πεις (εύστοχα) τι είναι εκείνο που αλλάζει μέσα μας και αποκτούμε ξαφνικά μια τέτοια αποστροφή για το Πάσχα; Ως ενήλικες συνεχίζουμε να πηγαίνουμε στο χωριό, να βάφουμε αβγά και να περιμένουμε εναγωνίως να ακούσουμε το «Δεύτε λάβετε φως», ώστε να αποχωρήσουμε και να προετοιμάσουμε τα στομάχια μας για το αρνί με λίγη ζεστή μαγειρίτσα.
Σωστά. Συνεχίζουμε να τηρούμε ευλαβικά όλα τα έθιμα και ως ενήλικες. Όμως, καθώς μεγαλώνουμε μάς προβληματίζει κάτι. Πώς θα λάβουμε το φως, αν δεν έχουμε λαμπάδα; Πώς θα πάμε σπίτια μας το βράδυ της Ανάστασης, αν προηγουμένως στο προαύλιο της εκκλησίας δεν έχουμε συγκρίνει με τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους τις λαμπάδες, τα παπούτσια και τα δώρα, που μάς έφεραν οι νονοί μας;
Εκείνο, λοιπόν, που πολλούς ενήλικες (αλλά και πολλά παιδιά) έχει πικράνει και έχει συμβάλλει στην καλλιέργεια μίας ενδόμυχης αποστροφής για το Πάσχα είναι όχι η απουσία της λαμπάδας αυτή καθαυτή (γιατί, εντάξει, μεγαλώνουμε κάποια στιγμή), αλλά η απουσία του νονού ή της νονάς από τη ζωή μας. Και μπορεί, όταν είμαστε παιδιά, η απουσία του νονού και της νονάς μας να μάς ξαφνιάζει, να μάς θυμώνει και εντέλει να μάς στεναχωρεί, όμως, ως ενήλικες αντιλαμβανόμαστε πως ακόμη και αν οι νονοί μας μάς θυμόντουσαν κάθε Πάσχα και μάς έφερναν ή (ακόμη χειρότερα) μάς έστελναν λαμπάδα, αποδεικνύονταν τρομερά ανεπαρκείς στον ρόλο τους ως νονοί.
Γιατί ο ρόλος του νονού δεν τελειώνει στην εκκλησία και δε σταματά με την ενηλικίωση του παιδιού. Κανένας δεν είναι σωστός νονός, επειδή απλά ενδύεται αυτόν τον τίτλο και αγοράζει μία λαμπάδα. Ο νονός δεν είναι ένας ρόλος που υποδύεται κάποιος στο μυστήριο της βάφτισης. Δεν είναι εκείνος που πρωταγωνιστεί στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Νονός δεν είναι εκείνος που θα σού δώσει χαρτζιλίκι. Όπως γονιός δεν είναι εκείνος που γεννά ένα παιδί αλλά εκείνος που το μεγαλώνει, αντίστοιχα, νονός δεν είναι εκείνος που σού φέρνει μια λαμπάδα, αλλά που καλλιεργεί το φως μέσα σου και αποτελεί για ‘σένα φάρο και λιμάνι καταφυγής.
Ο ρόλος του νονού στη ζωή ενός παιδιού είναι πρωταγωνιστικός. Ο νονός πρώτα και πριν από όλα κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά ενός παιδιού, γιατί είναι εκείνος που τού δίνει το όνομά του. Και επειδή το όνομά μας είναι το πιο ξεχωριστό και μοναδικό χαρακτηριστικό μας, που μάς συνοδεύει μέχρι και το τέλος της ζωής μας (ίσως, και μετά από αυτό), εκείνος που μάς το δίνει είναι για ‘μας ξεχωριστός.
Όταν, λοιπόν, ο νονός αποφασίζει -μόνος του- από πρωταγωνιστής να γίνει κομπάρσος ή ακόμη και να ρίξει αυλαία, τότε το βαφτιστήρι και συνάμα συμπρωταγωνιστής σε αυτή τη σχέση, ματαιώνεται. Τα παιδιά, ξέρετε, όταν πληγωθούν, γίνονται οι πιο αυστηροί κριτές. Κρίνουν αμείλικτα όλους εκείνους που τους δημιούργησαν προσδοκίες. Kαι το παιδί, επειδή έτσι θέλησε η παράδοση και έτσι το έκαναν να πιστέψει οι γονείς του, περίμενε (και ακόμη και τώρα που έχει πατήσει τα πρώτα -άντα περιμένει) από τον νονό ή τη νονά του αγάπη, τρυφερότητα, νοιάξιμο, φροντίδα. Δεν περιμένει τη λαμπάδα και τα παπούτσια που είδε στη βιτρίνα του εμπορικού. Περιμένει κι αυτά, αλλά όχι μόνον αυτά. Εκείνο που έχει ανάγκη το παιδί είναι να τού δώσουν αξία, να το προσέξουν, να το αγαπήσουν, να το ακούσουν. Κι όταν αυτά οι νονοί δεν τα κάνουν, τα παιδιά τούς κρίνουν και τούς απευθύνουν ερωτήσεις ευθείες και κοφτές, γεμάτες απορίες, θλίψη, δηκτικότητα.
Και βέβαια, επειδή αυτό το πληγωμένο και γεμάτο απορίες παιδί, το φέρουμε μέσα μας σε όλη την πορεία της ενήλικης ζωής μας, όταν μεγαλώνουμε και ενηλικιωνόμαστε κάθε Πάσχα κάνουμε τις ίδιες ερωτήσεις με αυτές που κάναμε παιδιά:
«Γιατί με ξέχασες;»
«Γιατί σταμάτησες να νοιάζεσαι για μενα;»
«Γιατί άφησες τις διανέξεις σου με τους γονείς μου να επηρεάσουν τη σχέση μας;»
«Γιατί ενώ ήξερες πως είσαι συναισθηματικά μη διαθέσιμος/η αποφάσισες να με βαφτίσεις;»
«Πώς νιώθεις κάθε φορά που βλέπεις τη διαφήμιση γνωστού πολυκαταστήματος να απευθύνεται στους νονούς; Πώς νιώθεις κάθε φορά που συναντάς κάποιον που έχει το ίδιο όνομα με εμένα; Γεννώνται άραγε μέσα σου συναισθήματα ενοχής, ντροπής, αμηχανίας; Σημαίνω άραγε κάτι για ‘σένα;»
Και, επειδή, ποτέ κανένας δε βρίσκει τον νονό ή τη νονά του να τού απευθύνει αυτές τις ερωτήσεις, εσύ, που τώρα διαβάζεις αυτό το κείμενο, αν έχεις βαφτίσει κάποιο παιδάκι, προσπάθησε να απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις κι αναλογίσου αν είσαι σωστός νονός. Αν, πάλι, σκέφτεσαι να βαφτίσεις κάποιο παιδάκι, προσπάθησε να απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις και αναλογίσου αν μπορείς να είσαι σωστός νονός.
Αν δεν μπορείς, δεν πειράζει. Δεν κάνουμε όλοι για όλους τους ρόλους. Γι΄αυτό, καλό θα ήταν να αρνούμαστε εκείνους που δε μάς ταιριάζουν και να αφήνουμε άλλους -πιο ικανούς- να αναλάβουν.