Πριν από χρόνια ο Benjamin Franklin ακολουθώντας τα βήματα των πρωτοπόρων του, φυσικών κι απασχολούμενων με τα ηλεκτρικά φορτία, διατύπωσε τον πασίγνωστο σε όλους μας κανόνα: Τα ομώνυμα απωθούνται και τα ετερώνυμα έλκονται. Τούτη η θεωρία έκτοτε έγινε σημείο σταθμός, όχι μόνο για τον κλάδο της φυσικής επιστήμης αλλά και στην επιστήμη του έρωτα, του φλερτ, της σχέσης. Εν ολίγοις, παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος το μόνο που ήθελε ήταν να διασαφηνίσει τη σχέση μεταξύ θετικού κι αρνητικού φορτίου στο όνομα της επιστήμης, εμείς, ως γνωστοί ειδήμονες, πήραμε τη φράση του και την εντάξαμε εκεί που μας βόλευε.

Πού να ‘ξερε ο δόλιος πως το επίτευγμα που τον έγραψε στην ιστορία θα κατέληγε να αναλύεται από μελοδραματικούς αισθηματίες οι οποίοι στο όνομα της ανθρωπότητας εξηγούν πώς λειτουργεί μια ερωτική σχέση. Το μόνο σίγουρο είναι πως δε θα ‘πιανε μελάνι στο χέρι του αν γνώριζε πως θα κατέληγε η όλη του προσπάθεια και θα προτιμούσε να γίνει φούρναρης σε κάποιο ερημικό χωριό στην επαρχία παρά ν’ ασχοληθεί με τη φυσική. Θα πορευόταν εκ του ασφαλούς, αφήνοντας σε κάποιον άλλο την πρωτοβουλία.

Εν αντιθέσει με τα ηλεκτρικά φορτία, σε εμάς τα ανθρώπινα όντα, δεν υπάρχουν καθαρά ομώνυμα ή καθαρά ετερώνυμα. Ο καθένας από μας αποτελεί μια ύπαρξη αυτόνομη, αυθύπαρκτη, μοναδική, με στοιχεία που τον διαχωρίζουν απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Είμαστε, λοιπόν, σε θέση να ξεχωρίσουμε και να διαφοροποιηθούμε, αποφεύγοντας την οποιαδήποτε απόλυτη ταύτιση με κάποιον άλλο. Και στην ουσία αυτό είναι το μαγικό στοιχείο, η λέξη κλειδί στις ανθρώπινες σχέσεις και στην επικοινωνία γενικότερα. Το να παραλληλιζόμαστε με ηλεκτρικά φορτία περισσότερο μας αποδυναμώνει σαν προσωπικότητες παρά ενισχύει την ιδιοσυγκρασία μας. Ποιος θέλει να είναι καρμπόν με το διπλανό του;

Στην ατέρμονη, λοιπόν, αναζήτησή μας για το έτερον ήμισυ, και θα πειραματιστούμε και θα δοκιμαστούμε και θα ποντάρουμε σε κάθε λογής διαφορετικούς ανθρώπους μέχρι να κατασταλάξουμε σ’ αυτόν με τον οποίο θα αισθανόμαστε καλύτερα. Και συνήθως αυτή η αναζήτηση θα μας φέρει κοντά με κάποιον που μας μοιάζει. Με κάποιον που παρά τις εκάστοτε διαφοροποιήσεις και παραξενιές του, θα είναι κοντά στα πιστεύω μας, θα είναι μέσα στη γκάμα των γούστων μας.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως έχουμε γούστα και προτιμήσεις. Και σίγουρα η λειτουργία τους δεν είναι μόνο για να αποφασίσουμε ποιο μπλουζάκι θα αγοράσουμε, το μαύρο ή το γκρι. Ακόμα και σ’ αυτό το ατυχές παράδειγμα, επέλεξες αυτές τις δύο αποχρώσεις ανάμεσα από χίλιες δυο άλλες -μάντεψε γιατί!- γιατί έχεις φιλτράρει τι σου αρέσει περισσότερο κι όχι κατόπιν κληρώσεως. Το μαύρο και το γκρι σου αρέσουν, όχι το κόκκινο και το ροζ, πάει και τελείωσε! Δε θα πας κόντρα στη φύση σου. Κι αν επιλέξεις ν’ αγοράσεις το κόκκινο, το πιθανότερο είναι να το φορέσεις κάνοντας τη μόστρα σου για κάνα διήμερο κι ύστερα να το καταχωνιάσεις σε κάποιο ράφι στη ντουλάπα και να επιστρέψεις σε κάτι που σε εκφράζει περισσότερο.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις, κυρίως δε, τις ερωτικές. Δεν αναζητάς τον εαυτό σου σε επανέκδοση, αφενός δεν πρόκειται να τον βρεις, αφετέρου θα ήταν ολίγον τι βαρετό να τα έχεις με τον εαυτό σου, αλλά αυτόν που βρίσκεται λίγα βήματα πιο κοντά σε σένα. Αν τη βρίσκεις να ξημεροβραδιάζεσαι στα μπουζούκια κι αναζητάς τον έρωτα της ζωής σου αναμεσίς σ’ αυτούς που γουστάρουν τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν, χάνεις το χρόνο σου. Η σχέση το πολύ-πολύ να κρατήσει κάνα μήνα, ανταλλάσσοντας απόψεις και μαθαίνοντας ο ένας τον κόσμο του άλλου, είναι όμως θέμα χρόνου να πάρει ο καθένας το δρόμο του, σε αναζήτηση για κάποιον που ίσως να ταιριάζει περισσότερο. Δεν είναι εγωιστικό, είναι ανθρώπινο.

Το μαγικό μέσα σε μία ερωτική σχέση είναι η ικανότητα να ταυτίζεστε, να μοιάζετε, να μπορείτε να εντοπίσετε τις ομοιότητες ανάμεσα στις διαφορές σας και στην ουσία αυτές είναι που σας δένουν. Ανομοιότητες πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν, η δυσκολία έγκειται στο να βρεις τη λεγόμενη «χρυσή τομή», εκείνο το σημείο που ν’ αποτελεί το συνδετικό κρίκο. Απ’ αυτόν θα πιαστείτε για να μεγαλώσετε την αλυσίδα, διαφορετικά στέκεστε μετέωροι χωρίς σαφή προορισμό.

Είτε μιλάμε για τα απλά, καθημερινά πραγματάκια, όπως να ακούτε την ίδια μουσική ή να έχετε κοινό γούστο στο ενδυματολογικό κομμάτι, είτε για κάτι πιο σύνθετο, όλα παίζουν το ρόλο τους, λιθαράκι-λιθαράκι θα χτίσετε κάτι μεγάλο έτοιμο να δεχτεί το βάρος της σχέσης. Μέσα σ’ ένα μπούγιο από διαφοροποιήσεις μία και μόνο ομοιότητα είναι ικανή να κάνει τη διαφορά, να φωτίσει το τούνελ, ενώ αναμεσίς στα κοινά, μία διαφορά φαντάζει μηδαμινή, ένα τίποτα.

Ακόμη και τα κομμάτια στο παζλ που συμπληρώνουν τέλεια το ένα το άλλο, αποτελούν μεταξύ τους μια συνέχεια, διαθέτουν κάτι που μοιάζει, κάτι που τα συνδέει. Ποιος ο λόγος να προσπαθήσεις να ταιριάξεις με κομμάτι απ’ την άλλη γωνία του παζλ; Δε θα τα καταφέρεις όσο κι αν προσπαθήσεις. Το πολύ-πολύ ν’ αλλοιώσεις τις γωνίες σου, να φθαρείς χαλώντας την εικόνα σου, χωρίς ποτέ να εφάπτεσαι στο εκατό τοις εκατό, χωρίς ποτέ να αποτελείτε κομμάτια της ίδιας εικόνας.

Τόσες φράσεις έχουμε να το επιβεβαιώνουν όπως «Είστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο», «Ταιριάζετε απίστευτα», «Έχετε τόσα κοινά» κι εμείς εξακολουθούμε να κολλάμε στο άκρως αντίθετο από εμάς μόνο και μόνο γιατί είναι κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Μας ελκύει το διαφορετικό επειδή είναι τόποι που δεν έχουμε εξερευνήσει. Η επιστροφή μας όμως στα πάτρια εδάφη πάντα είναι πιο γλυκιά από οποιαδήποτε περιπλάνηση σε ξένα χωράφια.

 

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου