Γράφει η Σ.
Καθημερινότητα, χαμένη στη ρουτίνα, προσπάθειες να κάνω κάτι στη ζωή μου, να μη μείνω «άχρηστη». Όλα δύσκολα. Όλα στραβά. Έβριζα και χτυπιόμουν για την γκαντεμιά μου. Είχα ξεκινήσει κάτι, μία καινούργια προοπτική, που νόμιζα πως θα με οδηγήσει στα όνειρά μου, όλα είχαν μπει σε μία σειρά. Αποφάσισα να καταπιώ, όλα τα παράπονα και τα θέλω μου, «μη νιώθεις», είπα στον εαυτό μου.
Φόρεσα, τη μάσκα και βγήκα στον κόσμο, κατέληξα να φοράω μάσκες απ’ τη στιγμή που αποφάσισες να ταράξεις, τα ήσυχα νερά μου. Άκουγα συνέχεια να μου μιλάνε για εσένα κι είχες ήδη αρχίσει να κατακτάς μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Είχα αρχίσει να ερωτεύομαι μα πώς είχα καταφέρει να ερωτευτώ κάποιον που δεν είχα δει ούτε μία φορά.
Όταν γνωριστήκαμε τυχαία, στο μαγαζί που δούλευες, όλα μέσα μου γίνανε άνω-κάτω, το μυαλό μου δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Για έναν περίεργο λόγο, νόμιζα πως ήμουν εκείνο το μικρό φοβισμένο κοριτσάκι, που δεν ήξερε τι να κάνει. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που μου χαμογέλασες και το «χαίρω πολύ» που είπες ενώ εγώ ούτε ένα χάρηκα δεν κατάφερα να πω.
Αρχίσαμε να γνωριζόμαστε πιο πολύ, να μιλάμε, αλλά εγώ έπρεπε να φύγω. Συνεχίσαμε να μιλάμε, βλεπόμασταν σχεδόν κάθε μέρα και εγώ κατέληγα να πέφτω στα δίχτυα σου. Σε ρώτησα αν είχες κάποια σχέση και μου απάντησες καταφατικά, από εκείνη τη στιγμή ήξερα πως το είχα χάσει το παιχνίδι.
Σε καθημερινή βάση συνέχισες να μου μιλάς, να προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω όμορφα. Πάντα καταλάβαινες τα συναισθήματά μου, είχες καταλάβει πως ήμουν ανίκανη να κρύψω καθετί που νιώθω. Για λίγο καιρό είχαμε διακόψει κάθε επαφή, μέχρι που γύρισα για καλοκαίρι, συναντηθήκαμε ξανά και τότε κατάλαβα πως ήμουν πολύ άτυχη που δε σε είχα στη ζωή μου.
Ήθελα να κάνω το βήμα, να προσπαθήσω μαζί σου, αλλά όλα είχαν έρθει πάνω-κάτω στη ζωή μου, το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Η εικόνα σου είχε σβήσει, δε σε σκεφτόμουν πια, νόμιζα ότι σε είχα ξεχάσει, αλλά βιάστηκα να βγάλω συμπεράσματα. Έτσι κάνουμε όλοι, απλά βιαζόμαστε και μετά μετανιώνουμε. Δε μετάνιωσα που σε γνώρισα, μου έμαθες να κάνω πάντα αυτό που θέλω κι ας πιστεύουν οι άλλοι πως είναι λάθος, με έκανες να δω μια δυνατή πλευρά του εαυτού μου, να μάθω να στέκομαι στα πόδια μου.
Εύχομαι να μπορούσα να καταλάβω το τι έχεις μέσα σου, όλη αυτή η μυστικοπαθής συμπεριφορά σου κι εγώ να θυμώνω που υπήρξα ανίκανη να καταλάβω τι κρύβεις, να μην μπορώ να αποκρυπτογραφήσω ούτε ένα μορφασμό απ’ το πρόσωπό σου. Όλη αυτή η μυστήρια συμπεριφορά σου, ακόμα κι ο τρόπος που κάπνιζες. Ο τρόπος που αντιμετώπιζες τα πράγματα, αυτή η παιδικότητα, το πώς προσέγγιζες τους γύρω σου, με το να ενδιαφέρεσαι, αλλά να κρύβεις το ενδιαφέρον σου, για έναν ανεξήγητο λόγο.
Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να διαβάσω τις σκέψεις σου, ήταν αδύνατον. Είχα μάθει να διαβάζω τους ανθρώπους, να τους κόβω μόνο απ’ τη ματιά που θα μου έριχναν, αλλά εσένα με τίποτα, μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω τι νιώθεις, το μόνο σίγουρο ήταν τι ένιωθα εγώ κάθε φορά που σε έβλεπα. Ανατρίχιαζα κάθε φορά που άκουγα να λένε το όνομά σου και να μιλάνε για σένα. Η καρδιά μου χτυπούσε πιο γρήγορα, ξέρω ακούγεται μελό, αλλά έτσι ένιωθα.
Η αλήθεια είναι πως δε γνωρίζω καθόλου τον πραγματικό σου εαυτό κι ίσως να μην το μάθω ποτέ, αυτό που ξέρω είναι πως είσαι πληγωμένος -και ποιος δεν είναι, θα μου πεις. Όλο αυτό το μπέρδεμα που είχες μέσα σου, σε έκανε πιο σαγηνευτικό από ποτέ. Ίσως σε ερωτεύτηκα επειδή μέσα στα μάτια σου, έβλεπα τη δική μου μελαγχολία.
Δεν υπάρχει περίπτωση να σου πω τι νιώθω. Το «σ’ αγαπάω» δε θα στο πω ποτέ, ίσως είμαι πολύ εγωίστρια γι’ αυτό. Ο λόγος που γράφω για εσένα είναι επειδή αξίζεις ένα αφιέρωμα, όχι για την ομορφιά σου ή για το χαρακτήρα σου, αλλά για όλα αυτά που μου έμαθες και με έκανες να νιώσω.
Ίσως κάποια μέρα πέσει στα χέρια σου αυτό το κείμενο, ίσως κι όχι, αλλά αν τύχει και το διαβάσεις μην κάνεις δεύτερες σκέψεις, για εσένα είναι γραμμένο.