Οι έρωτες. Οι πολλοί, οι απλοί, οι ασήμαντοι, οι προσωρινοί. Κι ο έρωτας. Ο ένας, ο σύνθετος, ο δικός σου, ο μόνιμος. Ο ημίτρελος, ο ακραίος και φευγάτος. Ο τελικός, ο σίγουρος, ο αδιαπραγμάτευτος, που παίρνει σκυτάλη απ’ τους δήθεν ψευτοέρωτες.

Τους περίπου, ανόητους, τους άγουρους και μονόπλευρους. Τις μεγάλες και καλά αγάπες, που ούτε μεγάλες ήτανε, ούτε κι αγάπες. Τα περάσματα που ονόμασες μονιμότητα και το μόνιμο, ωραίο τίποτα που έμεινε να σου κρατάει το χέρι.

Τα λάθη που ονόμασες λάθη, αφότου και μόνο έφυγες. Γιατί ξυπνάς μια μέρα και το λίγο πια σου κακοπέφτει. Δεν ήταν αυτοί για σενα, δεν ήσουνα εσύ γι’ αυτούς. Δε σε μέτρησαν καλά κι εσύ τους ανέβασες αξία. Τώρα, ορίστε, κοίταξέ σε. Είσαι κάπου αλλού, εμφανώς καλύτερα κι οι πόνοι σου περάσαν. Θα ‘πρεπε να ήσουν εδώ νωρίτερα, τι το άργησες;

Τα λάθη αυτά σε κούρασαν, σου ‘κάναν και ζημιά. Ανεπανόρθωτη συναισθηματική αναπηρία. Φέρει και τ’ όνομά σου. Ακριβώς πάνω στο κέντρο σου, με γράμματα κεφαλαία κι έντονα. Κρίμα, λες, τόση σπατάλη. Δεν την άξιζαν κι εσένα τα ταμεία σου άδειασαν. Και τώρα που χρειάζεσαι το πολύ συναίσθημα, αυτό σου λείπει. Το έδωσες θυσία σε έρωτες μετριοπαθείς και λίγους.

Δεν ήταν καν αγάπη μα τώρα είναι. Τώρα είναι και γι’ αυτό και σου τη σπάει. Σε χαλάει, γιατί τον ενθουσιασμό τον πρώτο δεν τον έχεις. Κλείδωσες, λες, πια. Μαζεύτηκες. Πληγώθηκες και γι’ αυτό εσύ δε φταις. Ή ίσως φταις, που υπήρξες με το συναίσθημά σου βάρβαρο κι επιρρεπής.

Λαθεύεις. Αγάπη, κατ’ αρχάς, δεν ήτανε. Έτσι την ονόμασες εσύ. Οι αγάπες δεν κλειδώνουν ούτε φθείρουν. Κατά δεύτερον, χρόνο δε σου έδωσες ούτε ν’ ανοιχτείς ούτε να ξεκλειδώσεις. Γι’ αυτό κι είναι τουλάχιστον αφελές κι ανόητο να λες πως ποτέ ξανά δε θ’ αγαπήσεις.

Οι αγάπες έρχονται σε χρόνο ανύποπτο και στα σαρώνουν όλα. Σου το ορκίζεσαι να μη γίνεις ποτέ σου πλέον χώμα και καταλήγεις σωστό ερείπιο. Όμως ό,τι και να ήταν, αν κάποτε μπόρεσες ν’ αγαπήσεις το λάθος άτομο, φαντάσου πόση αγάπη μπορείς ν’ απλώσεις στο σωστό. Κι εκεί δε θα ζοριστείς να δώσεις κι ό,τι κλείδωσε μέσα σου, θα ξεκλειδώσει, γιατί έτσι τις ζουν, ρε, τις αγάπες. Δίχως σταθμά και δίχως μέτρα.

Και θα ‘ναι όλα τους αλλιώτικα και μονάδα μέτρησης θα έχεις το πολύ. Πολύ θ’ αγαπάς και πολύ θα κλαις. Και το δάκρυ σου, ακόμη, θα ‘ναι ανάλαφρο και καθησυχαστικό. Δε θα ‘χεις να κλαις ούτε για φόβο ούτε γι’ απουσία. Θα βάλεις κουλούρα στο κοντέρ σου, θα το πας απ’ την αρχή. Ξανά, όπως του αξίζει.

Ύστερα, θα ερωτευτείς περισσότερο κι ίσως πιο αργά. Γιατί θα φτιάχνεστε στο χρόνο κι όχι αστραπιαία. Κι ό,τι κάνεις τώρα θα ‘ναι διαφορετικό και τίποτα δε θα θυμίζει τις παλιές σου τις συνήθειες. Και στην αρχή, δε θα το ονομάσεις έρωτα μα θα ‘ναι έρωτας βαρύς.

Γι’ αυτό να τους ευχαριστείς. Έναν-έναν να τους ευχαριστείς που δε σε κράτησαν. Δε σε καταχράστηκαν πολύ. Δε σε κομμάτιασαν. Να τους ευχαριστείς που σε κάνανε και ξεχώρισες κι είδες. Τίποτα δε σου στέρησαν και κανείς δε σε χαράμισε. Μόνο εσύ, πες, πως φθάρθηκες στις άσκοπες, πολλές μετακινήσεις.

Πάει τώρα. Τέλειωσε. Τελείωσαν κι οι προσωρινοί κι οι ασήμαντοι. Άλλοι είναι οι έρωτες, αγάπη μου. Και πλέον σ’ άλλον ανήκεις κι εσύ.

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη