Σε όλους έχει συμβεί να βρεθούμε σε κάποια κοινωνική εκδήλωση από αυτές των «πρέπει» να γίνουν και των πολλών προσκαλεσμένων. Σε εκείνους τους γάμους και τις βαφτίσεις που συνανταμωνόμαστε με τις παλιές μας αγάπες ανταλλάσσουμε δεκάδες χαιρετούρες «πού χάθηκες εσύ;», «θα πάμε για καφέ οπωσδήποτε» ή ούτε καν αυτό.

Νομίζουμε για λίγο ότι μπορούν να συσσωρευτούν τα νέα ετών σε ένα μόνο καφέ ή πιστεύουμε ότι το ενδιαφέρον εμφανίζεται ξαφνικά κι ας έχουμε χρόνια να επικοινωνήσουμε. Είναι όμως οι ίδιοι άνθρωποι που βρίσκονται να ανταλλάσσουν τα τυπικά αυτοί που ξεστόμιζαν κάποτε όρκους αγάπης και μοιράζονταν κοινά όνειρα.

Τα όνειρα για κάποιους πραγματοποιήθηκαν, αλλά με άλλους παρονομαστές. Εμείς χαθήκαμε.

Όχι για κάποιον συγκεκριμένο λόγο, ούτε καν επειδή υπήρξε καβγάς, απλά έτυχε. Δεν ταιριάξαμε τα νότα μας και χωρίσαμε. Θα μέναμε φίλοι, θα μιλάγαμε συχνά, θα μοιραζόμασταν τα νέα μας, θα μιλάγαμε σε γιορτές και γενέθλια. Έτσι λέγαμε. Έρχεται όμως ο χρόνος και κάνει αυτό ακριβώς που δεν αντέχουν οι άνθρωποι. Μας κάνει άγνωστους.

Εξαφανιζόμαστε, λησμονούμε, γινόμαστε ξένοι. Άλλωστε αν το καλοσκεφτείς όλοι άγνωστοι ήμαστε που έτυχε να συναντηθούμε για λίγο κι ύστερα συνεχίσαμε την πορεία μας.

Περίεργα γεγονότα φτιάχνει η ζωή στο μέλλον. Τόσο περίεργα που στο παρόν μοιάζουν αστεία. Δεν είναι εξωπραγματικό όμως να χάνονται οι άνθρωποι, φυσική εξέλιξη είναι. Όσα κι αν έχουν νιώσει, όσα κι αν έχουν περάσει κάποτε θα έρθει ο χρόνος και θα φέρει στο παρόν αυτά που κάποτε θεωρούσαμε αστεία. Δεν είναι θέμα επιθυμίας ή επιλογής είναι θέμα ζωής. Κι αν η ζωή τα φέρει κάπως εμείς δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε ακόμη κι αν το θέλουμε, ακόμα κι αν προσπαθήσουμε.

Είμαστε όλοι κάποιοι τυχαίοι άγνωστοι που έτυχε να συναντηθούν κι ύστερα θα χαθούν. Έτσι απλά γίνονται οι άνθρωποι αναμνήσεις, φωτογραφίες κι ας τους έχουμε απέναντί μας. Δε γνωρίζουμε τίποτα για αυτούς παρά μόνο το παρελθόν τους, για το τώρα ούτε κουβέντα. Είναι αυτός ο ηλίθιος χρόνος που παγώνει τις στιγμές στο μυαλό μας ενώ στο ημερολόγιο τρέχει ξέφρενα.

Τρέχει αυτός αλλάζουν οι καταστάσεις προχωράνε κι οι άνθρωποι. Αφήνουμε τους άλλους παιδιά και τους βρίσκουμε γονείς με παιδιά κι όλα τα συναφή στη ζωή τους. Κι εμείς που ήμασταν κάποτε η ζωή τους δεν τολμάμε να ρωτήσουμε ούτε καν το τυπικό «τι κάνεις;» , παρ’ όλο που το θέλαμε πάρα πολύ. Αλλά οι ρόλοι έχουν αλλάξει, έχουν πάρει πρόσωπα οι ζωές, έχουν προχωρήσει και μπροστά μας στέκεται απλώς ένας άγνωστος. Τι δικαίωμα έχουμε εμείς να ρωτήσουμε για το πώς περνάει ένας άγνωστος;

Ύστερα τελειώνει η κοινωνική εκδήλωση, γυρνάμε σπίτι δήθεν χαρούμενοι, δήθεν ότι χαρήκαμε που είδαμε το παρελθόν μας και στην ουσία πιο κενοί από ποτέ. Γιατί είναι εκείνα τα ερωτήματα του παρελθόντος που μας πνίγουν. Όμως σε ποιον να τα πεις και τι να ρωτήσεις;

Τι ανόητες μανίες έχουμε οι άνθρωποι μερικές φορές. Αν απ’ την αρχή λειτουργούσαμε με την παραδοχή των αγνώστων θα είχαμε γλυτώσει πολλά αποτσίγαρα στο τασάκι μας και πολλά παγωμένα ανούσια χαμόγελα, αυτά τα για τα μάτια του κόσμου κι από αλήθεια τίποτα.

Μετράνε οι δεκαετίες και περνάνε οι άνθρωποι, φεύγουν, προχωράνε και μαζί τους κι εμείς. Γεμίζουμε τις ζωές μας με άλλους ανθρώπους με άλλα ενδιαφέροντα με άλλα συναισθήματα και τα παλιά τα βάζουμε στο αποθηκάκι πίσω από κάτι σκονισμένα χαλιά και ξεθωριασμένα συναισθήματα.

Είναι λυπηρό πόσο εύκολα γίνονται οι άνθρωποι ξένοι. Ένα όνομα μένει και μερικές αναμνήσεις κι αυτές όχι όλες. Ξεθωριάζουν με τα χρόνια κι οι άνθρωποι και οι αναμνήσεις κι οι φωτογραφίες.

Οπότε ναι, είμαστε μερικοί τυχαίοι περαστικοί που απλά γνωρίστηκαν κάποτε. Ούτε το αίμα μας ένωσε μια αγάπη, ούτε τις ζωές μας. Αν το ξέραμε απ΄την αρχή, αν δεν ήμασταν τόσο ονειροπόλοι, αν ήμασταν προετοιμασμένοι, τίποτα δε θα είχε συμβεί. Κι αν ακόμα είχε συμβεί δε θα μας στεναχωρούσε, θα το είχαμε συνειδητοποιήσει και όλα καλά.

Δεν είναι όμως έτσι κι ας νομίζουν οι άλλοι ότι είμαστε πραγματικά αδιάφοροι για τις αλλαγές κι ας ρωτάμε δυο-τρία τυπικά που ούτε καν ακούμε τις απαντήσεις που λαμβάνουμε ενώ θα θέλαμε ακόμα μια αγκαλιά σαν την τότε. Όχι για να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά επειδή μπορεί να πάλιωσαν όλα αλλά τα συναισθήματα βγήκαν απ΄το αποθηκάκι, ξεσκονίστηκαν

Το τώρα όμως δεν επιτρέπει συναισθηματισμούς ούτε θα επιτρέψει -κι αυτό είναι το σκληρότερο.

 

 

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη