Όταν ακούω εκφράσεις του τύπου «όσα μου έλεγε ήταν παραμύθια» ή «με παραμύθιαζε τόσο καιρό κι εγώ δεν έπαιρνα χαμπάρι», κάτι παθαίνω. Κάτι με πιάνει και θέλω ν’ απαντήσω αυθόρμητα, βιαστικά, απερίσκεπτα, να ξαμολήσω την πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό. Συγκρατούμαι, συνήθως, αλλά πιστέψτε με, με μεγάλο προσωπικό αγώνα.
Μα, αλήθεια τώρα; Εκείνοι μας παραμυθιάζουν κι εμείς πού είμαστε; Σ’ άλλο κόσμο, σ’ άλλο ανέκδοτο; Πουθενά δεν υπάρχει κάποια αναντιστοιχία, κάποια ασυνέπεια ανάμεσα σ’ αυτά που λένε και σ’ αυτά που κάνουν; Είναι δυνατόν;
Αρνούμαι να δεχθώ ότι κάποιοι είναι πλασμένοι θύτες και κάποιοι άλλοι πλασμένοι θύματα. Αρνούμαι να συμμετέχω σε συζητήσεις που καταλήγουν «της έκανε τόσα κι αυτή η καημένη τον ανεχόταν» ή «το είχε φλομώσει στα ψέματα το παιδί, η κακούργα, αλλά αυτό την αγαπούσε». Αρνούμαι τη σκέψη ότι άλλοι πουλάνε παραμύθι κι άλλοι το αγοράζουν.
Μόνοι τους παραμυθιάζονται οι άνθρωποι. Μόνοι τους παίρνουν την απόφαση να καταπιούν αμάσητες ιστορίες που μπάζουν από παντού. Μόνοι τους εθελοτυφλούν. Κι όσο κι αν κανείς τους δεν τολμάει να το παραδεχθεί ανοιχτά, θέλει γερό στομάχι αυτός ο ρόλος. Γιατί, κατά πολύ βάθος, όλοι ξέρουν την αλήθεια που πονάει.
Κανέναν δεν κρίνω, πώς θα μπορούσα άλλωστε; Έχω υπάρξει σ’ αυτή τη θέση, έχω ακούσει λόγια όμορφα και κούφια, έχω δεχθεί να με παρηγορήσουν με ψέματα, έχω φτάσει ακόμα και στο σημείο να παρακαλέσω για ένα αληθοφανές παραμυθάκι, κάτι που θα με κάνει να πονάω λιγότερο. Και ξέρω πολύ καλά ότι δεν είμαι η μόνη που έχει βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση.
Ο καθένας μας μπορεί να έχει ανάγκη από ένα παραμύθι σε μία ή και σε περισσότερες φάσεις της ζωής του. Καλά κάνουμε και το αγοράζουμε, λοιπόν. Δεν έχουμε το δικαίωμα, όμως, να κατηγορούμε μετά τον έμπορο για εξαπάτηση.
Εκεί ήταν τα σημάδια, γιατί δεν κοιτάξαμε καλύτερα; Δεν είναι γνωστό σε όλους μας πως «ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός»; Πόσο καλά ψάξαμε για ατέλειες, για πιθανά ελαττώματα; Πόσο μεγάλη ανάγκη είχαμε να πούμε στον εαυτό μας ότι επιτέλους βρήκαμε αυτό που ζητούσαμε; Πόσο κουρασμένοι ήμασταν απ’ την αναζήτηση, όταν βρεθήκαμε μπροστά στο υποτιθέμενο «ιδανικό»;
Ίσως, τελικά, αυτό που βρέθηκε στο δρόμο μας να το ονομάσαμε «τέλειο, σωστό, μοναδικό, υπέροχο», γιατί αυτό ακριβώς θέλαμε να δούμε εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Κι ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη μας να το πιστέψουμε, να το κρατήσουμε γερά απ’ το χέρι και να προχωρήσουμε μαζί παρακάτω, που φορέσαμε παρωπίδες.
Είπαμε «άνθρωπό μας» κάποιον που δεν είχε προλάβει ν’ αποδείξει ούτε το ένα εκατοστό αυτής της τόσο μεγάλης φράσης κι όταν μετά από λίγο ή από περισσότερο καιρό στάθηκε «ανάξιος» των προσδοκιών που εμείς του φορτώσαμε, τον κρεμάσαμε επί τόπου. Του αποδώσαμε ένα κάρο χαρακτηρισμούς, τον ισοπεδώσαμε εντελώς, βγήκαμε και τα θύματα της ιστορίας και καθαρίσαμε. Μπράβο μας!
Ναι, όλοι είμαστε δικαιολογημένοι την πρώτη φορά. Δεν ξέραμε κι ακόμα κι αν ρωτούσαμε, κανείς δε θα είχε έτοιμη την απάντηση, για να μας τη δώσει. Η εμπειρία ζωής, καλώς ή κακώς, αποκτάται μόνο βιωματικά. Δε μαθαίνεται από άλλο δάσκαλο, είναι προσωπική μας υπόθεση, ευθύνη αποκλειστική κι αμεταβίβαστη. Την πρώτη φορά, λοιπόν, μπορεί και να παραμυθιαστούμε.
Θα πικραθούμε, θα προδοθούμε, θα χάσουμε προσωρινά την εμπιστοσύνη μας στους ανθρώπους, θα παρηγορηθούμε από φίλους και θα πάμε παρακάτω. Κάτι είχε να μας διδάξει το παραμυθάκι που φάγαμε, δεν ήρθε τυχαία στη ζωή μας, σιγά-σιγά το συνειδητοποιούμε και δυναμώνουμε.
Κι αν μας τύχει και μια δεύτερη φορά, ε, τι να πω, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Φαίνεται ότι δεν το εμπεδώσαμε το μάθημα με την πρώτη και χρειαζόμασταν επανάληψη. Άντε, να το δικαιολογήσουμε κι αυτό, να ξανακλάψουμε λίγο τη μοίρα μας τη μαύρη και να ξαναμαζέψουμε τα κομμάτια μας, για να πάμε παραπέρα.
Παραπέρα, όμως, δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Αν θέλουμε να είμαστε τα θύματα, αν αυτό μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα, αν τη βρίσκουμε με τα ωραία ψέματα κι ας έχουν φωτεινή επιγραφή που γράφει «SOS!», ας το παραδεχθούμε, να τελειώνουμε. Κι ας ζήσουμε το προσωπικό μας δράμα, αφού το έχουμε επιλέξει, χωρίς να επιβαρύνουμε κανένα δικό μας άνθρωπο που δε χρωστάει τίποτα.
Είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Κι είναι απίστευτο το πώς έχουμε καταφέρει να κάνουμε μια τόσο όμορφη φράση ν’ ακούγεται τόσο πικρή και μίζερη. Είμαστε άξιοι να ορίσουμε τη μοίρα μας, λοιπόν.
Καλύτερα, τώρα;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη