Όταν θα οδηγάς, θα τρέχεις και θα με σκέφτεσαι. Έφυγα, με άφησες να φύγω και για την ακρίβεια με έδιωξες. Εμένα που φώναζες πως μ’αγαπούσες. Περιπλανιόμουν καιρό σε δρόμους χωρίς ουσία, σε λιμάνια με λάθος πλοία, σε βράδια με μουσικές και αλκοόλ που με βούλιαζαν ολοένα και περισσότερο και τα ξημερώματα ένιωθα πως μου χρωστούσε η ζωή.
Ξημέρωνε κι εγώ πίστευα πως από κάπου θα εμφανιστείς. Χάραζε κι εγώ κοιτούσα τη θάλασσα παρακαλώντας την να μου ομολογήσει σε ποια αγκαλιά κοιμόσουν. Νόμιζα πως είχα μείνει στο χάρτη μια κουκκίδα χαμένη. Μετά γέλασα, γέλασα πολύ, με τα χάλια μας και περισσότερο με τα δικά σου. Μη ρωτάς πώς γίνεται αυτό, θέλει πολύ χρόνο, πολλή δουλειά, πολύ κλάμα. Λέξεις άγνωστες για εσένα.
Σε περίμενα σε πόλεις, γνωστές και ξένες. Μα εσύ ήσουν πάλι άφαντος. Ο τροχός, να θυμάσαι τον τροχό, λέγανε όλοι. Μα τι με νοιάζει εμένα δαύτος, σάμπως από εγωισμό σε αγάπησα; Αγάπη! Περίεργη έννοια, διφορούμενη, αλλιώς την εννοούσα εγώ και τελικά αλλιώς εσύ.
Πάντα σιχαινόμουν τους εγωιστές κι η ζωή μου έστειλε εσένα τον μεγαλύτερο εγωιστή. Κι ο εγωισμός σου σε νίκησε και δε σ’άφησε να γυρίσεις πίσω σε εμένα. Απάντησέ μου λοιπόν, τι κατάφερες; Γυρνούσες νύχτες ατέλειωτες σε μπαρ, γνώριζες κοριτσάκια του σωρού και τους έταζες ουρανούς και πετραχήλια. Γνωρίζοντας πρώτος απ’ όλους, πως δεν εννοούσες τίποτα.
Με συζητούσες μέρες πολλές με τους φίλους και πάντα καταλήγατε πως για όλα έφταιγα εγώ. Πάντα αυτό έκανες, θυμάσαι; Για όλα έφταιγα εγώ, αυτό έλεγες στον εαυτό σου και στις παρέες. Τώρα, τώρα όταν με σκέφτεσαι τι κάνεις; Με σκέφτεσαι άραγε; Αλλά, τι λέω; Εσύ υπάρχεις μέσα μου, είσαι η πρώτη κι η τελευταία μου σκέψη, δεν μπορεί να μη με θυμάσαι.
Δεν μπορεί ν’ ακούς το όνομά μου και να μη σου ξυπνάει μίσος. Με μισείς και γουστάρω που με μισείς, τη βρίσκω όταν σε πετυχαίνω με τις γλάστρες σου χεράκι- χεράκι. Με κάνεις να γελάω, μου ξυπνάς τη λογική που φωνάζει πως ήσουν ο πιο λάθος άνθρωπος που πέρασε από τη ζωή μου. Ο τροχός, γύρισε, είχαν δίκιο. Κι εσύ όταν δεν άντεχες τις ίδιες σου τις σκέψεις, έφευγες τρέχοντας. Μέσα στη νύχτα ή τα μεσημέρια, έμπαινες στ’ αμάξι, έβαζες τέρμα τη μουσική και πάταγες το γκάζι.
Νόμιζες πως θα ξεφύγεις από δαύτες κι έτρεχες ακόμα περισσότερο. Με έβριζες μόνος σου και φώναζες το όνομά μου. Πέταξες πράγματα που σου είχα χαρίσει, απαρνήθηκες ό,τι σε έδενε με εμένα.
Με έβλεπες κι απορούσες. Σκεφτόσουν πού γυρνάω τις νύχτες, με έκραζες γι’ αυτά που φορούσα, υποπτευόσουν κάθε νέο αρσενικό που έβλεπες να μπαίνει στη ζωή μου. Έψαχνες να βρεις πού πήγε το δεδομένο κοριτσάκι σου. Να σου θυμίσω; Εσύ ο ίδιος το έδιωξες! Τώρα λοιπόν θυμάσαι μία που κάπνιζε πολύ, μία που δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Μία που πάθαινε υστερία όταν απομακρυνόσουν από τη ζωή της. Μία που ανέκαθεν ανέλυε τα πάντα, μία που οι φίλοι ήξερες πως την αγαπούν πραγματικά. Θυμάσαι μία που ήταν υπερβολική με όλα και όλους, μία που ήταν πάντα εκεί.
Σκέφτεσαι μία που ανέχτηκε όλες σου τις συμπεριφορές, μία που ήθελε να σε τραβήξει από τον άγνωστο σου βούρκο κι εσύ δεν το καταλάβαινες και την παρέσερνες μαζί στην κινούμενη άμμο σου. Τη μία που σε είδε γυμνό στην ψυχή, τη μία που σε ζήλευε πολύ. Ξέρεις όταν μια γυναίκα ζηλεύει βγαίνει έξω απ’ τον εαυτό της, γιατί δεν μπορούν να την κάνουν όλοι να νιώσει φθόνο.
Σκέφτεσαι τη μία που σ’αγάπησε όσο καμία άλλη ποτέ κι αυτό θα σε τρελαίνει. Γιατί σκέφτεσαι εμένα όταν πατάς το γκάζι. Μα τώρα είναι αργά, οι δρόμοι χώρισαν, εσύ τρέχεις παράνομα στη δεξιά λωρίδα, ενώ εγώ έχω πάρει την αριστερή και πάω με διακόσια εδώ και καιρό.
Μείνε στη μίζερη, τάχα μου ευτυχισμένη κι εύκολη ζωή που έφτιαξες. Σου πάει περισσότερο από εκεί που κάποτε ήθελα να μας φτάσω εγώ. Συνέχισε να με κάνεις να γελάω έτσι κι αλλιώς τον έρωτα μας τον θρήνησα. Σταμάτησα να τα παρατάω όλα στη μέση, όταν εμφανίζεσαι όπου βρεθώ. Αν θα κλάψω για εσένα ξανά, αγάπη μου, θα είναι μόνο στα μεθύσια μου. Κι αυτό δε στο υπόσχομαι.
Βράδιασε, πάρε το δρόμο της επιστροφής, πάρκαρε, τράβα χειρόφρενο, κλείσε τη μουσική, πάρε βαθιά ανάσα και μπες στο σπίτι. Ο κόσμος σου δεν άλλαξε ούτε απόψε, καληνύχτα…
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου