Γράφει η Κ. Χ.

Ζεις το διαφορετικό, το περίεργο, το περίπλοκο. Δεν είστε μαζί, μα ούτε και χώρια. Βασανίζεις το μυαλό σου με σκέψεις και ερωτηματικά. Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που συμβαίνει ανάμεσά σας και πώς στο καλό καταφέρατε να φτάσετε σ’ αυτό το σημείο.

Ερωτευτήκατε, απομακρυνθήκατε και τώρα πάλι πίσω. Μα, και οι δύο διαφορετικοί. Αυτό το «μαζί» που είχατε κάποτε πει ότι θα χτίζατε, σας τελείωσε. Πέθανε η εμπιστοσύνη, ο έρωτάς σας τέλειωσε, μα ο πόθος έμεινε εκεί να ορίζει τα κορμιά και των δύο.

Και να που βρεθήκατε ξανά στο ίδιο κρεβάτι να κάνετε έρωτα κτητικά. Σαν να μην πέρασε ούτε μία μέρα από τη τελευταία φορά που αγγίξατε ο ένας τον άλλο μα, ταυτόχρονα, γεμάτοι θέληση να γεμίσετε αυτό το κενό απουσίας που μεσολάβησε.

Και τα κορμιά σας ενώθηκαν μετατρέποντας τη σεξουαλική σας επαφή στην πιο ηδονική και ανελέητη σεξουαλική εμπειρία που είχατε μέχρι τότε ζήσει. Σαν σκληροί τιμωροί θέλατε να βασανίσετε ο ένας το σώμα του άλλου, αναζητώντας ταυτοχρόνως τον τρόπο να φτάσετε στην ύστατη ηδονή. Πονούσαν τα σώματά σας από την έλλειψη του άλλου και κάθε σημείο που αγγίζατε ούρλιαζε από πάθος.

Σας διαπερνούσε ρίγος και η στιγμή της διείσδυσης ήταν η στιγμή της απόλυτης κορύφωσης. Τα νύχια σου μπήκαν με φόρα μέσα στο κορμί του, το πόδια σου σφίχτηκαν γύρω του κι η πίεση που ασκούσες επάνω στο κορμί του τον έκανε να πονάει. Αλλά κι αυτός αργά και βασανιστικά μπαινόβγαινε μέσα σου κρατώντας το ρυθμό. Βρισκόσασταν σε κόντρα και σε ρήξη. Ο ένας ήθελε να εξουσιάσει τον άλλο κι εκεί ερχόταν η απόλυτη σύγκρουση.

Υποφέρατε και ο ρυθμός της αναπνοής σας ανέβαινε, μαρτυρώντας το βάσανο και των δυο σας. Κοιταζόσασταν στα μάτια και παρακαλούσατε να μην τελειώσει ποτέ το μαρτύριο στο οποίο είχατε άθελά σας υποβάλλει τους εαυτούς σας.

Μα τις σας ένοιαζε; Ήσασταν μαζί σε αυτό. Τόσο μαζί όσο ποτέ πριν δεν είχατε υπάρξει.

Για πρώτη φορά νιώσατε να γίνεστε ένα, νιώσατε πως πια δεν είχατε επαφή με την βαρύτητα.

Κι η στιγμή της απόλυτης κορύφωσης ήρθε και ήταν ταυτόχρονη. Μείνατε αγκαλιασμένοι σφιχτά για ώρα μέχρι να καταφέρετε να ηρεμήσετε. Το κορμιά σας δυσκολεύονταν να ξεπεράσουν τη ρίγη στην οποία είχαν μόλις πριν λίγο υποβληθεί, ενώ η αναπνοή σας έβγαινε κοφτή και βαριά.

Κι έπειτα από όλα αυτά ντυθήκατε και αποχωριστήκατε σαν να μην είχε ποτέ συμβεί κάτι. Σαν δυο φίλοι που είχαν μια απλή και συνηθισμένη κουβέντα. Δε χρειαζόσασταν κάτι περισσότερο. Τα σώματα, τα βλέμματα και οι ψυχές σας είχαν πει όσα ποτέ δε θα ειπωθούν με τα λόγια. Σας ήταν αρκετό και σας έφτανε απλά να νιώθετε ο ένας τον άλλο.

Κι έτσι έγινε μια μη ειπωμένη συμφωνία: θα ήσασταν μαζί σε όλο αυτό αλλά χωρίς δεσμεύσεις. Εσύ τη ζωή σου, ο άλλος τη δικιά του και το μόνο κοινό τα βράδια σας. Αρκούσε.

 

Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή