Βλέπω τον παλιό σου εαυτό και γελάω. «Έτρεχες» πάντα με αθλητικά γνωστής φίρμας. Για ν’ απορροφώνται οι κραδασμοί κι έτσι να έχεις ενέργεια να τρέχεις περισσότερο. Έτρεχες να τους ευχαριστήσεις όλους. Συγγενείς, φίλους, συνεργάτες, έρωτες. Ήθελες να πληροίς τις προϋποθέσεις του καλού παιδιού. Να δίνεις, όχι μόνο από το περίσσευμά σου, μα και ‘κείνο που θα έψαχνες κι από αλλού να βρεις. Κάλυπτες έτσι τα κενά σου, με το να προσπαθείς να γίνεις ο σούπερ ήρωας του άλλου. Έτσι νόμιζες τουλάχιστον.
Στους έρωτες ήσουν ο βασιλιάς του «δεν πειράζει». Κάθε ένας ήταν φιλανθρωπικό γκαλά που εσύ το οργάνωνες. «Περάστε κόσμε, σήμερα κληρώνουμε, είναι για καλό σκοπό.» Χαλάλι, τους έκανες όλους μάγκες, νοικοκύρηδες. Ετοιμοπαράδοτους στο επόμενο χαϊβάνι. Δεν πειράζει. Ας είναι αυτό το τελευταίο «δεν πειράζει». Πικρίες, κακίες δεν κρατάς. Ένιωθες πολλά κι οι άλλοι ήταν η αφορμή. Στην τελική, τους είσαι κι ευγνώμων. Στην απογραφή τα χαλούσατε λιγάκι, μα τ’ αθλητικά τα έλιωσες κι αυτό είχε σημασία.
Και πέρασε κι άλλος καιρός και πάλι σε βρίσκω εδώ. Να ψάχνεις στην αποθήκη το ίδιο φθαρμένο ζευγάρι αθλητικά. Όχι για τον ίδιο σκοπό. Όχι για βόλτες έξω. Για μέσα στο σπίτι. Αν υπήρχε ένας για τον οποίον δεν έφθειρες αυτά τα παπούτσια, αυτός ήσουν εσύ. Σου έλειψες, σε ψάχνεις, καιρός να γνωριστείτε, να σε τιμήσεις. Περπατάς στο κάθε δωμάτιο, κάνεις με τον καιρό τον ίδιο αριθμό βημάτων που έκανες μέχρι πρότινος εκτός σπιτιού. Στις «φιλανθρωπίες» σου. Αγάπη ήταν, βέβαια, φιλανθρωπίες το έκαναν να δείξει στο τέλος οι άλλοι.
Μέτρησες μέχρι τώρα τα ίδια βήματα, έκανες για σένα όσα έκανες κάποτε για ξένους. Μα τώρα βγήκε κάτι ουσιαστικό. Το μέσα σου δεν είναι αχάριστο προς εσένα. Τα ξέκανες εντελώς τα παπούτσια μα τώρα μπορείς επιτέλους να τα πετάξεις. Αγαπάς ακόμη το ίδιο δυνατά ό,τι αγάπησες παλιά, μα τώρα είσαι αλλιώς. Αδιαφορείς. Κρέμασες και τη μπέρτα σου στην κρεμάστρα, την έστειλες κιόλας στο πατάρι. Δε θα σώσεις πλέον κανέναν. Ουφ! Μεγάλο βάρος που ήταν κι αυτό! Η ευθύνη. Ας αναλάβει άλλος, ρε αδελφέ. Αποσύρεσαι, τέλος οι αγαθοεργίες.
«Αγαπάω κι αδιαφορώ» ακούγεται η φωνή στο ράδιο κι ακόμη θυμάσαι την ανάσα εκείνη τη νύχτα να ψιθυρίζει μακρόσυρτα «καύλα μου». Μα δε θα ξανατρέξεις πουθενά. Κι ας πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που λίγοι φθόγγοι κατάφεραν να σε αποδιοργανώσουν τόσο. Ποιο πατάρι; Σκουπίδια κατευθείαν. Δε θα σώσεις εσύ τον κόσμο τελικά, δε θα σώσεις καν ούτε μία ψυχή. Ας αναλάβει άλλος, ναι. Η φωνή εκείνη δε θα ξαναφτάσει εδώ, έκλεισες ήδη παράθυρα. Αλήθεια ποιος σε είχε διορίσει τότε; Έτσι αυτεπάγγελτα θα έσωζες εσύ, χωρίς την άδεια εκείνου που τελικά δεν κινδύνευε;
Σακούλα μαύρη σκουπιδιών κι εκκαθάριση. Κι ας ηχεί ακόμη στ’ αυτιά εκείνο το «καύλα μου». Μέσα και η μπέρτα, μέσα και τ’ αθλητικά. Βουρ για τον κάδο. «Το λοιπόν, θα αγαπάω κι εμένα, όπως εσένα» και οι νότες παλεύουν με τους φθόγγους. Μα στο τέλος μονοιάζουν και η εικόνα εκείνου του στόματος απομακρύνεται. Μένει μόνο το «καύλα μου», απαλή ηχώ, παρέα με τις νότες του Άσιμου απ’ το ράδιο. Θ’ αράξεις επιτέλους. Γιατί μπορείς να αγαπάς χωρίς να τρέχεις. Χωρίς να σώζεις, χωρίς να κινδυνεύεις. Αρχίζοντας από σένα. Κι ας γίνεις ερημίτης. Όποιος θέλει θα τρέξει σε σένα. Θα βρει εσένα. Θ’ αγοράσει αθλητικά μόνο για σένα. «Νιώσε με για να σε νιώσω κι ας πονάς, είν’ πανάκριβο σ’ το λέω ν’ αγαπάς».