Η πρώτη φορά που κοιμηθήκατε μαζί ήταν όλο άβολες αγκαλιές, χάδια και φιλιά. Αμήχανη κι ατσούμπαλη, σας βρήκε πιθανώς το ξημέρωμα να προσπαθείτε να βολευτείτε για να κλείσετε τα μάτια έστω και λίγο. Τι να κάνεις που αυτό επιβάλουν οι άγραφοι νόμοι του έρωτα και της αγάπης;

Και μένεις ξύπνιος όλο το βράδυ απορώντας πότε είναι εντάξει να αφήσεις τον άλλο για να μπορέσεις να κοιμηθείς όπως σου αρέσει. Και τα πρώτα βράδια κυλάνε κάπως έτσι, αρμονικά, αγαπησιάρικα κι άυπνα με πιασμένα πλευρά και μουδιασμένα χέρια, αλλά τεράστια χαμόγελα που σας βρίσκει το ξημέρωμα μαζί.

Μετά από ατελείωτα βράδια κατά τα οποία αναγκάζεσαι να μαζεύεις μαλλιά απ’ το πρόσωπό σου και να μετακινείς μπράτσα για να μπορέσει να κουμπώσει το κεφαλάκι σου πάνω τους, αποφασίζετε σχεδόν από κοινού ότι ήρθε η ώρα να κοιμηθείτε, πραγματικά όμως να κοιμηθείτε και να αφήσετε τους έρωτες και τις ολονύχτιες αγκαλιές για τις ώρες που είστε ξύπνιοι.

Εκεί έρχεται η πραγματική οικειότητα κι η άνεση. Εκεί καταλαβαίνεις ότι ο άνθρωπος που κοιμάται δίπλα σου δεν είναι μια εξιδανικευμένη εικόνα στο μυαλό σου, αλλά μια πραγματικότητα που θα αποτελεί μόνιμο μέρος της ζωής σου.

Κι έρχονται αναπόφευκτα οι βραδιές εκείνες που δε θα έχεις ύπνο ή που θα ξυπνήσεις από εφιάλτη και δε θα μπορείς να ξανακοιμηθείς. Το ταίρι σου θα είναι εκεί, δίπλα σου με τα μάτια κλειστά σε έναν άλλο κόσμο, ονειρικό.

Νομίζεις ότι δεν μπορείς να τους ερωτευτείς περισσότερο μέχρι να τους δεις να κοιμούνται. Είναι ένα αίσθημα μυστηρίου και τρυφερότητας κι υπερβολικής αγάπης αυτό που σε κατακλύζει. Εκεί μες στη βουβαμάρα και την ησυχία που επικρατεί ερωτεύεσαι τον άλλο απ’ την αρχή, βλέπεις μια άλλη όψη του που δεν είχες την ευκαιρία να δεις μέχρι τότε και σε παίρνει το ξημέρωμα εκεί, να θαυμάζεις και να παρατηρείς.

Είναι η ηρεμία στο πρόσωπό του, η ενοχλημένη γκριμάτσα που μπορεί να κάνει καθώς ονειρεύεται που σε κάνει να απορείς ποιος ταράζει τα όνειρά του και δεν μπορείς να τον σώσεις. Είναι και μια ελάχιστη ανησυχία για το αν σε ονειρεύεται ποτέ, μην είναι η δική σου σκέψη που τον τρόμαξε.

Κάθεσαι και κοιτάς και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι το άτομο αυτό που κοιμάται δίπλα σου έχει επιλέξει να μοιραστεί μαζί σου πολλά περισσότερα από εκείνο το κρεβάτι στο οποίο βρίσκεστε. Σου χαρίζει το υπόλοιπο της ζωής του, τον εαυτό του και το είναι του. Όλα όσα μέχρι χθες ήταν δικά του γίνονται και δικά σου πια.

Συνεχίζεις να κοιτάς τα κλειστά βλέφαρα και τη γαλήνη που επικρατεί στο πρόσωπό του, τόσο διαφορετικό απ’ τον ζωντανό, αστείο, πεισματάρη κι υπερκινητικό άνθρωπο που έχεις συνηθίσει. Σχεδόν ανέκφραστο κι όμως, ακόμη κι έτσι, άκρως ερωτεύσιμο. Όλες οι ρυτίδες, όλες οι ανησυχίες χάνονται και μένει μόνο ένας άνθρωπος που κοιμάται, ένας άνθρωπος που μπορείς να τον αποκαλείς δικό σου.

Σε έχει δει ποτέ να κοιμάσαι; Κι αν σε έχει δει τι σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό του; Να ένιωσε άραγε όπως τώρα εσύ; Μήπως έκανες τίποτα χαζά κι έγινες ρεζίλι;

Συνεχίζεις να παρατηρείς, να αναπολείς και να ερωτεύεσαι όλα όσα ερωτεύτηκες σ’ αυτό τον άνθρωπο απ’ την αρχή. Το γέλιο του, την αμηχανία του, τα αθώα βλέμματα κι εκείνα ακόμη τα πιο τολμηρά που μόνο σε σένα επιτρέπει να δεις.

Κοιτάς πώς γυρνά να βολευτεί σε άλλη στάση λες κι οι σκέψεις σου είναι τόσο δυνατές που τον ενόχλησαν. Απορείς κιόλας μη σου ξέφυγε κι είπες τίποτα δυνατά. Κι ακόμη κι ο τρόπος που τον βλέπεις να στριφογυρνά μες στο κρεβάτι ψάχνοντας να ξαναβολευτεί σε στέλνει.  Σε κάνει να ερωτεύεσαι περισσότερο εν αγνοία του κι αυτό σε εξιτάρει.

Κι όταν πια αρχίζει να χαράζει χώνεσαι όπως να’ ναι μες στην αγκαλιά του και προσπαθείς να ρυθμίσεις την αναπνοή σου με τη δικιά του και να κοιμηθείς πριν ανοίξει τα μάτια και σε δει.

Έτσι κι αλλιώς είναι κάτι που δεν πρόκειται να του αποκαλύψεις ποτέ.

Ακούς την αναπνοή του δίπλα σου, ίσως τη νιώθεις κιόλας στο λαιμό σου, κλείνεις τα μάτια κι αφήνεσαι να κοιμηθείς γνωρίζοντας ότι έκανες τη σωστή επιλογή κι ότι όλα όσα ένιωσες στην αρχή είναι ακόμη εκεί, κρυμμένα κάτω απ’ το πέπλο της καθημερινότητας και περιμένουν κάτι τέτοιες στιγμές για να αναδυθούν στην επιφάνεια.

 

Συντάκτης: Γεωργία Ευστρατίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη