Σήμερα θα σας πω, για κάποιον που έρχεται στα μεθύσια μου. Λέει πως μιλάω συνεχώς για τον εαυτό μου, έτσι σήμερα θα γράψω γι’ αυτόν. Θα σας πω για ένα αγόρι, που δεν ήταν σαν τα άλλα. Είχε κάτι αλλιώτικο πάνω του, κάτι διαφορετικό, κάτι παράξενο. Τον είδα για πρώτη μου φορά ένα καλοκαιρινό βράδυ.
Ήταν όμορφος πολύ, ήταν μελαχρινός, ψηλός, με πράσινα μάτια, γλυκά χαρακτηριστικά κι ένα υπέροχο χαμόγελο. Κάθε φορά που κάτι του τραβούσε θετικά την προσοχή, κάθε φορά που κάτι τον γοήτευε, χαμογελούσε. Είχε κάτι παραμυθένιο πάνω του, μια αθωότητα που δεν ταιριάζει στην ψευτιά αυτού του κόσμου. Το έβλεπες στα μάτια του, το άκουγες στο γέλιο και στις λέξεις του.
Είχε μια περίεργη οπτική των πραγμάτων, ήταν λες κι ήταν χαμένος στο διάστημα. Είχε τη δική του κοσμοθεωρία, δε μιλούσε πολύ σε όσους δεν ήξερε μα σε εκείνους που του έβγαζαν αυτό το κάτι που έψαχνε, δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Μπορούσε να μιλάει ώρες ατέλειωτες μα μόνο με ανθρώπους που τον ενδιέφεραν πραγματικά.
Βαριόταν εύκολα τις βιτρίνες και τα δηθενιλίκια. Ήταν αηδιαστικά ειλικρινής κι είχε απίστευτο χιούμορ. Πίστευε πως τα ήξερε όλα και δε δίσταζε στιγμή να εκφράσει την άποψή του. Αλλά όταν συναντούσε κάποιον στο δρόμο του, που διαφωνούσε με εκείνον, άκουγε προσεκτικά τη γνώμη του.
Σιχαινόταν τις φωνές και τους καβγάδες, η ηρεμία που εξέπεμπε ήταν αξιοζήλευτη. Όμως δε φοβήθηκε ποτέ να αντιδράσει, να βρίσει, να φωνάξει ένα δυνατό «άντε και γαμήσου» σε αυτούς που τον αδίκησαν. Να κλείσει την πόρτα ακόμη και στους πιο δικούς του ανθρώπους για κάτι που αγαπούσε.
Δε σκεφτόταν ποτέ τι θα πει ο κόσμος, δεν έδινε δεκάρα γι΄αυτόν. Ζούσε όπως εκείνος πίστευε, όπως εκείνος είχε επιλέξει. Ήταν πολύ δύσκολο να του τραβήξεις το ενδιαφέρον μιας και δεν ήταν σαν όλους τους υπόλοιπους. Δεν μπορούσες να πορευτείς με μια προκαθορισμένη γραμμή μαζί του, γιατί δεν υπήρχε γραμμή, δεν υπήρχε πρόγραμμα, όλα ήταν στο κεφάλι του.
Θαύμαζε ανθρώπους που δεν το έβαζαν ποτέ κάτω και πάλευαν συνεχώς. Λάτρευε να ακούει ιστορίες και σιχαινόταν το ψέμα. Όσες φορές τον κατηγόρησαν πως έπραξε λάθος, δε μίλησε. Γιατί πριν πράξει το οτιδήποτε, είχε βολιδοσκοπήσει την κατάσταση, είχε σκεφτεί πολύ και καλά. Έτσι πίστευε πως μια μέρα θα του δώσουν δίκιο και θα κατανοήσουν γιατί έπραξε έτσι.
Όλα εκείνα που τον απασχολούσαν πραγματικά, επέλεγε να μην τα συζητά με κανέναν. Στους φίλους ανέφερε τον αφρό των γεγονότων, τη θάλασσα την κρατούσε για τον εαυτό του.
Το παιδί αυτό δε φοβάται τίποτα, όχι γιατί είναι κανένας ατρόμητος, αλλά γιατί τους φόβους του, τους έβγαλε κάτω απ’ το κρεβάτι και τους ανέβασε πάνω στο στρώμα. Τα βράδια τους έπαιρνε αγκαλιά, στήθηκε μπρος στο καθρέφτη φορώντας τους. Έτσι μεγάλωσαν μαζί και πλέον οι φόβοι του, φοβούνται μην τυχόν και δεν τους φοβηθεί.
Τα ελαττώματά του τα ήξερε καλά και προσπαθούσε να τα κρύβει. Αν κι απεχθανόταν τις σκέψεις για το αύριο, ήταν ένας τεράστιος ονειροπόλος. Έπλαθε όνειρα χρυσά, αργυρά, βελούδα κι ατλάζια. Τις περιόδους που δεν ήταν αυτό που εκείνος ήθελε να είναι, το έβλεπες στα μάτια και τα λάθη του.
Ξεχνούσε πολύ μα οι δικοί του άνθρωποι τον είχαν συνηθίσει. Μερικές φορές μάλιστα, ξέχναγε τις υποσχέσεις και τα σ´αγαπώ του. Δεν ήταν ποτέ στην ώρα του κι αυτό γιατί πάντα ήταν χαλαρός κι ήρεμος. Δεν του άρεσε να τον πιέζουν κι η ερωμένη του ήταν η φυγή. Πίστευε στη μαγεία της στιγμής, στην τύχη, στην οικογένεια. Ήταν τρυφερός, γλυκός κι αυτό λίγοι το ξέρουν μιας και φρόντιζε να μην τα χαρίζει.
Τα ενδιαφέροντά του δεν ήταν συνηθισμένα, με ό,τι επέλεγε να καταπιαστεί, δινόταν. Δεν είχε μάθει εξ’ ολοκλήρου τον εαυτό του, ήταν ακόμη στην αναζήτησή κι έτσι πολεμούσε συνεχώς με τους δαίμονές του.
Του άρεσαν τα ταξίδια, η καλή μουσική και πού και πού γρατζουνούσε και καμιά κιθάρα. Είχε πολύ ιδιαίτερη φωνή, μα δεν τραγουδούσε τόσο συχνά. Τα πρωινά δεν του πήγαιναν κι έτσι γυρνούσε τα βράδια. Μα η ώρα που του πήγαινε πιο πολύ απ’ όλες ήταν τα ξημερώματα. Ένα ξημέρωμα λοιπόν, το παράξενο παιδί αποφάσισε να φύγει κι από τότε δεν έχω κανένα νέο του για να σας το γράψω…
Αν νομίζετε πως τον μάθατε, έχω να σας πω ό,τι δεν έγραψα τίποτα από όσα πραγματικά γνωρίζω για εκείνον…
Πάλι χαμογέλασε…
Για ένα παράξενο παιδί…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη