Η Αθηνά προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει. Σαστισμένη καθώς ήταν προσπαθούσε να συνδέσει τα γεγονότα στο μυαλό της και να βγάλει μία άκρη. Δεν πίστευε ποτέ πως η Σοφία θα πληγωνόταν τόσο πολύ από έναν άντρα. Αυτή ήταν συνήθως η δυναμική της παρέας και δε σήκωνε κουβέντα. Είχε πολλές ερωτήσεις που ήθελε να της κάνει, αλλά είδε πως η Σοφία ήταν όντως καλά και συνέχισε με τη δική της ιστορία.
-Ωραία λοιπόν, ξεκινάω από εκεί που εσύ με άφησες, της είπε.
Η Αθηνά, ήταν πολύ ερωτευμένη και θολωμένη με εκείνον τον άντρα που είχε γνωρίσει. Μαγεμένη αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να πάνε να ζήσουν μαζί στην Ιταλία. Ήταν ευτυχισμένη εκείνον τον καιρό. Θυμάται καμιά φορά τα συναισθήματα που ένιωθε κι ανατριχιάζει. Τόσα πολλά κι όλα σε απόλυτο βαθμό. Ένιωθε ελεύθερη, δυνατή, όμορφη, ήταν καλά. Ένιωθε πως ήταν ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου και πως κανείς, ίσως ποτέ, δε θα μπορέσει να ζήσει αυτά που αυτή ζει.
Και τα χρόνια πέρασαν κι η Αθηνά ερωτευόταν κάθε μέρα, όλο και πιο πολύ αυτόν τον άντρα. Κι αυτός ψηλός, μελαχρινός με κατάμαυρα μάτια, που γυάλιζαν στο φως. Περίεργη η αύρα τους. Γενικότερα, αυτός ο άντρας της έβγαζε κάτι το μυστήριο. Κάτι που δεν μπορούσε να του αντισταθεί, αλλά παράλληλα δεν μπορούσε και να διαχειριστεί. Κάθε φορά που βρισκόταν δίπλα του, ήταν σαν να μην είχε δυνάμεις. Σαν να την κυρίευε ολοκληρωτικά και πολλές φορές ένιωθε μαριονέτα του.
Της έκανε τρομερή εντύπωση το γεγονός πως ο χαρακτήρας του έμοιαζε πολύ με την περιγραφή της Σοφίας. Όλα τα άσχημα του κόσμου τα είχε επάνω του, αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο, μπορούσε να σε κάνει να νομίζεις πως ό,τι κάνει είναι μοναδικό, ερωτεύσιμο και φυσικά, σε έπειθε πως είχε πάντα δίκιο.
Μεγάλο πάθος κυριαρχούσε σε αυτήν τη σχέση. Τρέλα και μανία. Καιγόντουσαν στη φωτιά και τους άρεσε. Μέχρι που η κατάσταση ξέφυγε και μια μέρα πάνω σε έναν καβγά, εκείνος σήκωσε χέρι επάνω στην Αθηνά.
-Αθηνά τι λες; είπε η Σοφία εξαγριωμένη κι η Αθηνά έχασε τον ειρμό της.
-Κι όμως την αλήθεια. Ήμουν τυφλή κι αδύναμη όποτε βρισκόμουν δίπλα του, της απάντησε έχοντας την πλήρη γνώση των πράξεών της και γνωρίζοντας πως ήταν και δική της ευθύνη που το ανέχτηκε.
Η Αθηνά, όμως δεν πτοήθηκε, προσπάθησε να τον αλλάξει, πιστεύοντας πως ήταν μία άσχημη στιγμή. Μα πώς να χορέψεις με τον διάβολο; Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να σε αλλάξει αυτός. Έπαιζε ένα καλοστημένο παιχνίδι που δυστυχώς, δεν είχε δημιουργήσει εκείνη. Έπαιζε με όρους δικούς του και προσπαθούσε να τον ξεπεράσει. Πώς θα νικήσεις αυτόν που έφτιαξε το παιχνίδι όμως;
Η αλήθεια είναι πως είχε πολλή πίστη μέσα της. Ήθελε να αποδείξει σε όλους πως είχε κάνει το σωστό και πως αυτός ο άντρας ήταν, όντως, ο ένας. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε, ότι ναι, ήταν ο ένας, αλλά αυτός ο ένας που θα την κατέστρεφε και θα τη στιγμάτιζε για μία ζωή. Η κατάσταση λοιπόν ξέφυγε κι ο κύριος, δεν ξεχνούσε να θυμίζει στην Αθηνά με κάθε ευκαιρία, τη δύναμή του. Μέχρι που εκείνη πήρε την απόφαση να φύγει.
Ένα βράδυ λοιπόν, έφυγε κρυφά για τη Θεσσαλονίκη για να ξεκινήσει πάλι απ’ το μηδέν. Αυτός την έψαξε, την κυνήγησε, τον πρώτο καιρό την ταλαιπωρούσε πάρα πολύ, αλλά η Αθηνά είχε πάρει την απόφασή της να τελειώσει οριστικά αυτό το θέατρο.
Βέβαια, τα στίγματα αυτού του άντρα τη σημάδεψαν πολύ βαθιά και σε κάθε καινούριο βήμα που προσπαθούσε να κάνει, την τραβούσαν πίσω. Η ζωή γενικά, της θύμιζε κάθε λίγο και λιγάκι το λάθος της.
-Αυτά τα ευχάριστα λοιπόν για τη ζωή μου.
-Αθηνά, δεν μπορώ να το πιστέψω! Γιατί δεν επικοινώνησες; αναρωτήθηκε η Σοφία.
-Δεν μπορούσα να το κάνω, έπρεπε να μείνω μόνη μου, να σκεφτώ για να καταφέρω να συνεχίσω. Δεν ήθελα να έρχομαι σε επαφή με κόσμο. Μου τα γκρέμισε όλα. Με έκανε να νιώθω ένα μηδέν κι εγώ τον άφηνα και τον επιβεβαίωνα.
-Πες μου πώς τον λένε, τον μαλάκα, τη ρώτησε η Σοφία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη