«Δεν το μισείς αυτό; Άβολες σιωπές. Γιατί νιώθουμε πως είναι απαραίτητο να μιλάμε ακατάπαυστα για μαλακίες, μόνο και μόνο για να είμαστε άνετα; Τότε είναι που ξέρεις πως βρήκες κάποιον ξεχωριστό. Όταν μπορείς απλά να βγάλεις το σκασμό για ένα λεπτό κι άνετα να απολαύσεις τη σιωπή.»
Αυτά ήταν τα λόγια της Uma Thurman στον John Travolta, στο «Pulp Fiction» του Quentin Tarantino. Λόγια που απ’ την πρώτη φορά κιόλας που θα τα ακούσεις θα σε βάλουν σε σκέψεις κι ασυναίσθητα θα κάνεις ένα flashback, όπου θα θυμηθείς εκείνες τις φορές που κι εσύ έκανες το ίδιο.
Για παράδειγμα, σε εκείνο το πρώτο ραντεβού. Όσο χαλαροί κι αν το παίζουμε όλοι μας, πάντα θα έχουμε έστω και λίγο άγχος. Όσο άγχος λοιπόν κι αν έχουμε, άλλο τόσο δε θέλουμε να το καταλάβει ο άλλος. Είναι κάτι που θα δημιουργήσει μια περίεργη ατμόσφαιρα, ίσως κι άβολη. Άσε που είναι πολύ νωρίς για να ανακαλύψει ο άλλος ότι μας αρέσει τόσο και δε θέλουμε να μας έχει δεδομένους.
Κάθε φορά λοιπόν που ερχόμαστε σε μια δύσκολη θέση, έχουμε κάποιες στάσεις άμυνας. Η άμυνα που θα βγάλει ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετική και μερικές φορές εξαρτάται κι απ’ το πρόσωπο που έχει απέναντί του. Κάπως έτσι λοιπόν κι εσύ θυμήθηκες ότι στην προσπάθειά σου να καλύψεις το πόσο πολύ αγχώθηκες, μιλούσες συνέχεια. Σε έπιασε μια τόσο ασυγκράτητη φλυαρία, που όταν κολλούσε το μυαλό σου και δεν ήξερες τι άλλο θέμα συζήτησης να ανοίξεις, πιεζόσουν τόσο που έλεγες πράγματα τα οποία δεν είχαν απαραίτητα ούτε σωστό συντακτικό ούτε νοηματική συνοχή μεταξύ τους. «Μίλα ρε, πες κάτι, όχι αυτή η άβολη σιγή», σκεφτόσουν, κι έκανες τα πάντα για να μιλάτε εσύ και το υποψήφιο αμόρε καθ’ όλη τη διάρκεια του καφέ ή του χαλαρού ποτού σας.
Τότε, ένιωθες καλά απ’ το γεγονός και μόνο ότι μιλούσες κι ότι δεν καθόσουν να κοιτάς απλώς τον άλλον, αποφεύγοντας έτσι το κλίμα αμηχανίας μεταξύ σας. Τώρα όμως που το ξανασκέφτεσαι κι αρχίζεις και θυμάσαι τι του έλεγες του δύσμοιρου του ανθρώπου, προσπαθείς να αποφύγεις την οπτική επαφή με κάθε τοίχο του σπιτιού σου κι αυτό για να μην αρχίζεις να βαράς το κεφάλι σου επάνω του.
Καταρχάς, ξεστόμιζες τη μια μαλακία πίσω απ’ την άλλη και δε σου κάνει καθόλου εντύπωση που ποτέ δεν υπήρξε καν δεύτερο ραντεβού με το συγκεκριμένο πρόσωπο. Αν πάλι υπήρξε, αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να σε άντεξε και ψάχνεις τρόπο να του παραδόσεις το Νόμπελ υπομονής ή να του κλείσεις ένα ραντεβού με τον ψυχολόγο σου.
Αυτό που συνειδητοποιείς με λίγα λόγια είναι ότι μπορεί ναι μεν να συζητούσατε για δυο, τρεις, πέντε ώρες, αλλά αυτές οι συζητήσεις σας δεν ήταν παρά επιφανειακές. Χαρακτηρίζονταν απ’ την υπερπροσπάθειά σου να κρύψεις το άγχος σου, να δείξεις τον καλύτερό σου εαυτό –λέγοντας πράγματα που δεν ίσχυαν καν γιατί δεν ήθελες να μάθει από τώρα ο άλλος τα κουσούρια σου–, κι απ’ το απλώς να καλυφθεί ο χρόνος που θα περνούσατε ο ένας με τον άλλον εκείνη τη μέρα. Δεν ήταν εν τέλει παρά μια ρηχή, επιφανειακή συνομιλία. Μέχρι και το «τι κάνεις» που ρώτησες, δεν το εννοούσες πραγματικά. Το χρησιμοποίησες για να καλύψεις ακόμη μερικά δευτερόλεπτα, ώστε να πεις μετά κάτι άλλο, και μετά κάτι άλλο, και μετά κάτι άλλο.
Κάπου εδώ φανερώνεται και το μεγαλείο των όσων είπε η Uma Thurman στην ταινία. Γιατί να μην μπορούμε να βγάλουμε για λίγο το σκασμό και να απολαύσουμε ενός λεπτού σιγή με τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας; Γιατί να θεωρούμε άβολη τη σιγή, ενώ την ακατάπαυστη, χωρίς ουσία ομιλία, μια πιο βολική κατάσταση, πιο άνετη;
Στην τελική μόλις τον γνώρισες τον άνθρωπο, το πιο λογικό δεν είναι να μη μιλάτε συνέχεια, να πάρετε λίγο το χρόνο σας να χαλαρώσετε, να χαμογελάσετε ο ένας στον άλλον και να αφήσετε λίγο και τις ματιές να κάνουν τη δουλειά τους; Εδώ με τον κολλητό βγαίνεις που τον ξέρεις απ’ το δημοτικό και πάλι θα υπάρξουν λεπτά ολόκληρα που δε θα ανταλλάξετε κουβέντα.
Ακόμη όμως και να τον ξέρεις τον άλλον και να είστε καιρό μαζί, πάλι θα υπάρξουν στιγμές που δε θα μιλάτε. Βέβαια τότε τη σιωπή την απολαμβάνεις όσο τίποτα κι ίσως γιατί ξέρεις ότι δε χρειάζεται πια να τον εντυπωσιάσεις με το λεξιλόγιό σου για τον κερδίσεις. Εκτιμάτε κι οι δύο τις στιγμές σιωπής σας, κλείνετε για λίγο τα μάτια σας κι αισθάνεστε οι πιο τυχεροί άνθρωποι στον κόσμο που έχετε ο ένας τον άλλον. Αχ βρε έρωτα, αχ.
Το θέμα λοιπόν στις λέξεις δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα. Χίλιες λέξεις χωρίς νόημα κι αξία δεν πιάνουν μία μπροστά σε μία λέξη απλή, με ουσία. Μία λέξη, μία πρόταση που θα την εννοείς πραγματικά. Ούτε μεγάλα λόγια του αέρα, ούτε βαρύγδουπες εκφράσεις. Λόγια δικά σου, από σένα για τον άλλον.
Δε χρειάζεται να μάθεις απ’ έξω όλους τους στίχους του Σαίξπηρ για να κερδίσεις κάποιον. Αρκεί να είσαι ο εαυτός σου, γιατί όσο κλισέ κι αν ακούγεται, αυτή είναι η αλήθεια. Όταν είσαι ο εαυτός σου, και να μην αρέσεις, ξέρεις ότι δε θα αρέσεις επειδή είσαι αυτός που είσαι. Αν όμως αρέσεις ενώ υποκρίνεσαι κάτι που δεν είσαι, κατά βάθος ξέρεις πως στον άλλον δεν αρέσει τίποτα παραπάνω απ’ την εικόνα που του πλασάρεις ότι διαθέτεις.
Τι είναι προτιμότερο απ’ τα δύο; Εσύ διαλέγεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη