Από την Ελένη.
Περάσαμε πολλά. Και οι δυο μας. Δοθήκαμε στο έπακρον και μετά μας πέταξαν, μας έστειλα από εκεί που ΄ρθαμε. Ο καθένας κουβαλάει τα σημάδια του, ο καθένας το φορτίο του. Και δε σε κατηγορώ γι’ αυτό, απεναντίας το πιθανότερο είναι πως φορτώθηκα αρκετά στην πλάτη μου μετά τα τόσα και τα τόσα. Σου έλαχε να ξαποστάσω κοντά σου και εναποθέσω το βάρος μου κοντά στο δικό σου, να κάνουνε παρέα ο καημός ο δικός σου κι ο δικός μου. Τι τα θες; Έτσι μας τα φέρανε οι καιροί. Σάμπως μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό; Αν μπορούσαμε τώρα θα ήμασταν οι ευτυχέστεροι του πλανήτη. Πού τέτοια τύχη;
Τέτοια τύχη τι να την κάνω; Τύχη είναι που βρέθηκε ο ένας στο διάβα του άλλου, κάπου βρεθήκαμε και από εκεί άρχισε μια ιστορία που τραβάει μέχρι και σήμερα, μακράς διαρκείας αυτή η κολόνια. Μυρίζει όμορφα η άτιμη. Αμφίβολο αν θα κρατήσει όσο προσδοκώ, αμφίβολο αν θα διατηρηθεί στο κορμί μου όσο ελπίζω.
Και στην τελική δε σου ζητάω και πολλά. Γνωρίζω πως δεν είσαι σε θέση να μου χαρίσεις τον εαυτό σου, να μου αφήσεις ένα κομμάτι δικό σου, παραείναι πολλές οι πληγές σου για να μου εμπιστευθείς κάτι τέτοιο. Το μόνο που σου ζητάω λοιπόν, είναι να με ηρεμείς. Να παίρνεις τον καημό που με χτυπά μακριά, για λίγο να το διώχνεις, να καλύπτεις εκείνα τα μικρά κενά που διαλύουν την ομοιομορφία του κορμιού μου. Όχι για πολύ. Για λίγο μου αρκεί.
Θέλω να ξαποσταίνω πλάι σου και να αισθάνομαι την ασφάλεια που κάποτε βίαια μου στέρησαν και έκτοτε πορεύομαι σε μονοπάτια δύσβατα, σε δρόμους που μου προκαλούν ρίγη και μια συνεχή ανασφάλεια. Ο φόβος για το τι ενδέχεται να κρύβουν μέσα τους βαθιά οι άνθρωποι με έφαγε, με μετέτρεψε σε ένα πλάσμα που τρέμει την ιδιαιτερότητα των υπολοίπων, ασφυκτικά παλεύει να διακρίνει την παπαρούνα ανάμεσα στα συντρίμμια, εκείνη την πορφυρή λάμψη ανάμεσα στο μαύρο, μπας και αναζωπυρωθεί η ελπίδα. Άδικο θα μου πεις, δε μου φταίξανε σε τίποτα οι άλλοι. Ούτε κι εσύ.
Ηρέμησε με όταν το δίκιο με πνίγει, κάνε με να πάρω ανάσα κάθε φορά που το οξυγόνο μου τελειώνει. Καθησύχασέ με, πες μου πως όλα θα πάνε καλά, κάνε με να κοιμηθώ με ηρεμία, χωρίς να αγχώνομαι, χωρίς να φοβάμαι. Έχω καιρό να πέσω στα μαξιλάρια γνωρίζοντας πως κάποιος, κάπου εκεί έξω μεριμνά και αναρωτιέται αν σήμερα είμαι καλά. Και μερικές φορές είναι σωτήριο. Είναι καθησυχαστικό να ξέρεις πως κάποιου ο λογισμός τρέχει ενίοτε και στα δικά σου τα βήματα, στα δικά σου τα χνώτα. Κι ας τείνουν να το ταυτίζουν με μια νόθη προσωπική ικανοποίηση, με μια ακόμη άσκοπη επιτυχία.
Πάρε το φόβο μακριά. Δεν το θέλω, δεν τον μπορώ άλλο, δεν την παλεύω άλλο συντροφιά μαζί του. Με κούρασε αυτή η διαρκή σύγκρουση μαζί του, συνεχώς να του απαντώ κι εκείνος στον αντίλογο, εκεί να αποδείξει πως είναι δυνατότερος. Γύρε στο πλάι μου και υποσχέσου πως το αύριο ξημερώνει καλύτερο, ομορφότερο, όπως ακριβώς το πλάθω στο νου μου, μακριά από όλες τις ασχήμιες που αμαυρώνουν το τοπίο μου. Χάνω τη θέα και είναι κρίμα.
Κράτα μου για λίγο το χέρι, κοίτα με και πες μου πως είσαι εδώ. Τουλάχιστον για τώρα και το αύριο το συζητάμε. Βλέπεις, υπάρχουν κάτι τύποι σαν και του λόγου μου που αναζητούν κάποιον να τους καθησυχάσει, να τους κάνει να πιστέψουν πως υπάρχει λόγος να πιστέψουν στα καλά που κρύβουν οι άνθρωποι και όχι να αναρωτιούνται πού βρίσκεται η επόμενη παγίδα τους. Τους αδικούμε και δεν τους αξίζει, είναι καλύτεροι από αυτό που δείχνουν. Το ξέρουν αυτοί, το ξέρουμε κι εμείς κι ας κάνουμε τα χίλια δυο τάματα προκειμένου να τους κάνουμε να το δείξουν, να το βγάλουν από μέσα τους. Τους έφαγε κι αυτούς το σαράκι, φοβούνται.
Εσύ θέλω να με κάνεις να μη φοβάμαι πια, θέλω να με πείσεις πως τα πάντα μπορούν να πάρουν μια απόχρωση φωτεινότερη. Ηρέμησε με, αγκάλιασέ με, πάρε με μαζί σου σε εκείνες τις σκέψεις και τους λογισμούς που μόνο εσύ ξέρεις να πλάθεις. Καταπράυνε τον καημό μου, γίνε το φάρμακο το δικό μου, γιάτρεψε τα τραύματα και άσε με να χαθώ σε όνειρα ευχάριστα. Κι όταν ξυπνήσω, με ηρεμία πια, με διάθεση χαμογελαστή και εύθυμη, να είσαι εκεί. Και κάθε πρωινό που για άλλη μία φορά θα με παίρνει από κάτω, χάρισέ μου τις αρετές που θα με κάνουν να δω τον κόσμο με άλλο μάτι.