Μου άρεσες πολύ. Αυτή είναι η αλήθεια. Δε θα κρυφτώ, δε θα το αρνηθώ. Το παραδέχομαι. Το φωνάζω. Καψουρεύτηκα. Πολύ. Όσο κι αν δε φάνηκε τελικά. Γιατί, δυστυχώς, υπάρχει πάντα αυτό το «αλλά».
Δε θέλω, όμως, να μένω ούτε άμοιρος των ευθυνών μου. Έφταιξα. Φταίω. Σ’ έχασα μέσα απ’ τα χέρια μου. Σ’ άφησα να φύγεις. Σ’ έκανα να φύγεις. Σε πλήγωσα. Γιατί δεν έμαθα ποτέ να διαχειρίζομαι αυτά που νιώθω. Διότι δεν πίστεψα ότι όλο αυτό που συνέβαινε ήταν αλήθεια. Δεν ήμουν καθόλου έτοιμος να υποδεχτώ την αλλαγή, να δω και να δράσω ξεκάθαρα.
Ήταν καθαρά θέμα ανασφάλειας. Κάποιες φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα εννοούμε κι άλλα κάνουμε. Δεν πείστηκα ποτέ για τις προθέσεις σου. Νόμισα πως ήταν για άλλη μια φορά ένα ψέμα, μια απάτη. Ότι θα ξυπνούσα. Προσπάθησα να προστατέψω τον εαυτό μου, να μην πληγωθώ ξανά. Μην ξαναπέσω θύμα κοροϊδίας και μείνω μόνος μου να τρέχω. Και κατέληξα στο ίδιο και πάλι αδιέξοδο.
Έμαθα όμως απ’ αυτό. Λειτούργησε διδαχτικά. Ξεχώρισα πως κάθε περίπτωση δεν είναι η ίδια. Και το κυριότερο ότι σε καμία περίπτωση για τα όποια κακά βιώματα δε φταίει ο άλλος που βρίσκεται απέναντί μας. Που μας δίνει χρόνο κι αφοσίωση. Ή τουλάχιστον παλεύω να το ξεχωρίσω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήμουν έτοιμος να σε ξεχάσω, να προχωρήσω και να σε κρατήσω ως μια γλυκόξινη ανάμνηση.
Δε με αφήνεις όμως. Δεν κατάλαβα ακόμη αν το κάνεις επίτηδες. Μου είναι αδιανόητο να πιστέψω στο τυχαίο και στις συμπτώσεις. Όπως και να ΄χει, όπου κι αν βρεθώ τον τελευταίο καιρό εμφανίζεσαι φάντης μπαστούνι μπροστά μου. Πώς το κάνεις; Πραγματικά όμως, πώς;
Σε συναντώ σε μπαρ, καφέ και clubs σαν να κλείναμε ραντεβού. Εμφανίζεσαι μπροστά μου υπέρλαμπρη μ’ εκείνο το υπέροχο χαμόγελό σου κι εμένα μου τρέμουν τα πόδια. Τα χάνω. Δε θέλω να μιλήσω σε άνθρωπο. Δε με βοηθάς καθόλου.
Με κοιτάς που σε βλέπω και απαξιοίς. Με προσπερνάς. Σε χαιρετώ και δε λαμβάνω πίσω τίποτα. Ούτε λέξη. Σαν να θέλεις να με εκδικηθείς, να μου δείξεις τι έχασα. Τι δεν εκτίμησα. Τι άφησα να χαθεί κατά την υποτιθέμενη προστασία του εαυτού μου.
Δε στεναχωριέμαι όμως. Δεν πληγώνομαι. Ξέρω πολύ καλά τι έκανα και τι δεν έκανα. Βασικά δε νιώθω τίποτα. Λυπάμαι τον εαυτό μου. Που δεν έμαθε ποτέ να αμύνεται, να παλεύει, να ανατρέπει. Εμένα. Που παρέμεινα στον φόβο της απόρριψης, της ανασφάλειας και μιας αίσθησης μικρότητας και κατωτερότητας.
Ως αποτέλεσμα έμαθα να ανακυκλώνω αυτόν τον φόβο παρά να τον πολεμώ. Να αφήνω τις ευκαιρίες να παρελαύνουν μπροστά μου. Αναξιοποίητες, ανεκμετάλλευτες. Όπως ακριβώς περνάς κι εσύ καθημερινά από μπροστά μου. Που ξέρω πως εκείνο το χαμόγελο δεν απευθύνεται σ’ εμένα, δε μου ανήκει.
Κι όσο εγωιστικό κι αν είναι, σκέφτομαι και πάλι τον εαυτό μου. Τον λυπάμαι, του χαϊδεύω τ’ αυτιά. Πάντα έτσι έκανα. Περίμενα τον από μηχανή Θεό όποιος κι αν ήταν αυτός. Φτάνει να έρθει για να με βγάλει από τα «δεινά μου». Να έρθει για να με σώσει. Κι ήρθε. Κι όταν το κατάλαβα ήταν αργά.
Είμαι σίγουρος πια. Εσένα θέλω. Αυτή τη φορά είμαι όντως σίγουρος. Δε με νοιάζει όποια κι αν έρθει παρά αν είσαι εσύ. Έχω πάθει ζημιά. Σε χρειάζομαι. Είμαι έτοιμος να με πολεμήσω, να με τσακίσω, να με συνεφέρω. Φτάνει να είσαι εσύ στο πλάι μου. Όχι κάποια άλλη. Εσύ, το καταλαβαίνεις;
Ξυπνάω και κοιμάμαι με τη σκέψη σου και δεν είμαι υπερβολικός. Νομίζουμε κάποιες φορές ότι είμαστε ερωτευμένοι μέχρι να ερωτευτούμε πραγματικά. Παλιά ερωτευόμουν για μένα. Για τον εαυτούλη μου, τον εγωισμό μου και τις ανασφάλειές μου. Στις οποίες, παρεμπιπτόντως, έδωσα κλειδιά για να μπαινοβγαίνουν μέσα μου. Σήμερα είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Και με το που σκας μύτη κάθε φορά έρχεσαι να μου το υπενθυμίσεις.
Πάψε να με βλέπεις έτσι. Ναι, ίσως να έχουμε γίνει λιγάκι θέαμα. Εντάξει, μας έχουν ακούσει όλοι. Αλλά ξέρω πως κι εσύ ήλπιζες να τα ακούσεις αυτά. Το ξέρω, το νιώθω. Αλλιώς δε θα έμενες να με ακούς. Σημαίνει είσαι εδώ για μένα. Έλα, φύγαμε. Έχει γυρίσει όλη η καφετέρια προς το μέρος μου. Πάμε μια βόλτα με το αμάξι. Έλα μαζί μου ή άσε με να σε ξεχάσω.
Τι εννοείς πόσο θα κρατήσει η βόλτα; Πολύ. Σου το εγγυώμαι εγώ. Φύγαμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη