Μετά το τέλος μιας μεγάλης αγάπης παραμένεις και βλέπεις τον άνθρωπο που μέχρι τώρα θεωρούσες κομμάτι της ζωής σου να απομακρύνεται. Μεταφορικά και κυριολεκτικά μαζεύει ό,τι έμεινε από τη μεταξύ σας σχέση και το παίρνει μαζί του για πάντα. Εκτός από τα συναισθήματα. Δεκάδες αναμνήσεις περνάνε από το χιλιοβασανισμένο σου μυαλό και αναπολείς. Καις κάθε εγκεφαλικό σου κύτταρο στην προσπάθεια να ερμηνεύσεις τι πήγε στραβά. Ποιος έφταιξε. Ποιος λύγισε, ποιος αγάπησε πιο βαθιά και ποιος προσπάθησε περισσότερο. Φτιάχνεις σενάρια και η φαντασία τρέχει σε κάθε απόσπασμά σας, προσπερνάς ό,τι βίωσες και μετράς ό,τι απέμεινε. Και πιάνεις τον εαυτό σου να μονολογεί. Να ερμηνεύει πιάνοντας φράσεις, πράξεις, γεγονότα της ζωής σας. Και ενώ στο κεφάλι σου συμβαίνουν σημεία και τέρατα, προσαρμόζεσαι σιγά-σιγά στη νέα τάξη των πραγμάτων. Και πορεύεσαι μόνος.
Kαι καθώς ο χρόνος κυλάει, εκείνος ο άνθρωπος γίνεται ανάμνηση. Σαν ένα όραμα που εμφανίστηκε μια μέρα στη ζωή σου και την κατέκλυσε. Παρέσυρε το είναι σου και το ταξίδεψε σε τόπους ανεξερεύνητους. Μέρη που έγιναν σταθμοί και αφορμές να φτιάξετε τις πιο όμορφες αναμνήσεις. Εικόνες που πλέον φθείρονται και σιγά-σιγά ξεθωριάζουν. Είναι η στιγμή της αντιμέτωπης πραγματικότητας. Ο ρόλος που πρέπει να παίξεις σε σόλο πια και να γραπωθείς από τις ευκαιρίες. Τη βόλτα, τους ανθρώπους και κάθε τι που απασχολεί τη μονότονη θλιβερή σου σκέψη. Τη θάβει μέρα με τη μέρα ώσπου να καταφέρει να την τοποθετήσει εκεί που μια μέρα δε θα φέρνει πια στεναχώρια. Και εσένα στο βάθρο της νίκης. Μια νίκη που ήρθε να δικαιώσει όλα τα πνιγμένα χαμόγελα απ’ τα δάκρυα του πόνου.
Και αναρωτιέσαι αν θα υπάρξει ποτέ στιγμή που θα ξυπνήσεις και θα τον ευγνωμονείς. Αν θα πεισθείς ποτέ πως απλά ήταν μια σελίδα στη ζωή σου πριν τον επίλογο και όχι το τέλος. Αν θα ανοίγεις τα παράθυρα και θα ακτινοβολεί η ευτυχία στους τοίχους. Και το μυαλό γεννά ερωτήματα τρελά, οι συλλογισμοί τρέχουν με ταχύτητα φωτός, τους πολεμάς μα είναι σκληροί αντίπαλοι.
Αναρωτιέσαι άραγε με τι συνείδηση τις νύχτες ξαπλώνει στο παγερό του στρώμα; Δε φωνάζει η αγκαλιά του «γύρνα πίσω»; Δε σπαράζει η καρδιά του που με τόση φόρα παραμέρισε; Δεν τον τρομάζουν οι ζωγραφιές στις πόρτες που έδιναν χρώμα στην καθημερινότητά σας; Η άδεια καλημέρα του, το πρόσωπό του στον καθρέφτη που αντικρίζει πλέον μόνο το δικό του είδωλο;
Έγινε πια το αποκούμπι του ο μοναχικός του δρόμος και σπέρνει θύελλες σαν διαλέγει το φύγε απ’ το μείνε. Και δείχνει ολάκερος φωτιά μα πάγο αραδιάζει μέρα με τη μέρα. Λες και δεν είναι πια εκείνος μα άλλος. Εκείνος που φοβάσαι πλέον να παραδεχτείς πως κυρίευσε το είναι σου. Που τρέμεις να συνειδητοποιήσεις πως δε θα τον ξαναδείς και πως από ‘δω και στο εξής θα είναι τυχαία η κάθε σας αντάμωση.
Σαν ξένος που δεν ένιωσε ποτέ του πόση αγάπη μπορεί να κρύβει ένας κόσμος γεμάτος αμφιβολίες. Ένας άνθρωπος που δεν ξέρεις πια. Σαν απλά κάποιος να άνοιξε τη ψυχή σου και να της έδωσε υπόσταση, λόγο ύπαρξης και ζωής. Και ξαφνικά της τα αρπάζει με μανία. Και έμεινε μόνο η ελπίδα μα δεν στέκεται μονάχη χωρίς στήριγμα. Ο αέρας τη φυσά και την παρασύρει ανάμεσα στο είναι και στο παύει πια να γίνεται. Και εσύ σβήνεις απ’ τη μνήμη σου ό,τι θα ήθελες με λατρεία να μείνει ανεξίτηλο στο χρόνο.
Και έρχεται μια στιγμή που παραδέχεσαι πως κουράστηκες να τον αγαπάς, δε σε βαστούν τα πόδια σου. Δε σε χωρούν τα όνειρα που έχτιζες χωρίς να τον ρωτήσεις. Οι στεριές που έβλεπες μέσα στο πέλαγος ήταν απλά εικονικές. Η ψευδαίσθηση διαδέχτηκε την πίστη σου σ’ εκείνον και το μέλλον σας. Και η αρχή είχε τελικά ένα και μόνο προορισμό.Το τέλος.
Και εκεί σταματάει ο χρόνος. Τελειώνουν οι λέξεις. Σφραγίζουν τα χείλη και καταφέρνεις να του γράψεις δυο λόγια μόνο. «Τράβα το μοναχικό σου μονοπάτι και ίσως κάποια μέρα στο μακρινό σου πεπρωμένο, θυμηθείς πως είχες μια ύπαρξη που απλά φιλοσοφούσε. Και μακάρι να δεις την ευτυχία να σου χαμογελά, μα δε θα ‘χει το δικό μου πρόσωπο. Τα δικά μου μάτια και την αγάπη μου για σένα. Διάλεξες την ανάμνηση και με αυτήν θα μείνεις».
Στο καλό…
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή