Πληγώνομαι σημαίνει, εγώ πληγώνομαι. Είναι ρήμα παθητικό, που υπονοεί ότι κάτι μου συμβαίνει, από τη δράση που ξεκινάει από κάποιο άλλο άτομο πέραν του εαυτού μου. Άρα δε φταίω εγώ, αλλά κάποιος άλλος, που με τις πράξεις του μου δημιουργεί μια αντίδραση.
Εφόσον λοιπόν εγώ έχω πάρει τον ρόλο της αντίδρασης, είμαι και σε θέση μειονεκτική, αφού καλούμαι να διαχειριστώ μια συμπεριφορά που δε λειτουργεί προς το συμφέρον μου. Με δυο λόγια, είμαι το θύμα. Άλλωστε ποιος μπορεί να κατακρίνει και να εναντιωθεί σε κάποιον που ανοίγει την καρδιά του σε έναν άνθρωπο και παίρνει τ’ αρχίδια του;
Εγώ. Ναι, κυρίες και κύριοι, εγώ θα εναντιωθώ και θα πω και θα δηλώσω με θράσος κι αυθάδεια πως αν πληγωθείς, είναι πρόβλημά σου. Και δεν εννοώ τράβα ψόφα, δεν ασχολείται κανείς μαζί σου, εννοώ το προφανές. Πως εσύ έφτασες την κατάσταση στο να πληγωθείς. Ή μάλλον κι εσύ.
Έχω κουραστεί αφάνταστα τον τελευταίο καιρό από άτομα του κύκλου μου που κυκλοφορούν ωσάν τις βρεγμένες γάτες, με το κεφάλι τους σκυφτό και την ψυχή στα πόδια, επειδή μια σκληρή καρδιά τους ξεκοίλιασε. Εντάξει, σκληρό, δε λέω, κι εγώ το έχω ζήσει και δεν μπορώ να πω πως ενθουσιάζομαι στην πιθανότητα να ξανασυμβεί. Αλλά μπορείς να πεις με σιγουριά εσύ που πληγώθηκες, πως δεν το άφησες καθόλου να σου συμβεί; Θα μου πεις, τρελός είμαι να το βλέπω να έρχεται και να μην κάνω τίποτα για να το αποφύγω; Ε εκεί είναι η δική μου ένσταση. Ότι θεωρώ πως εννιά στις δέκα, ξέρεις ότι έρχεται.
Ξέρεις ότι έρχεται, γιατί ο άνθρωπος εκτός από εξελιγμένη συναισθηματική νοημοσύνη, άρα κι ικανότητα να αναλύει ανθρώπινες συμπεριφορές, έχει και μια τεράστια τάση να μπαίνει σε ρόλους θύματος. Ρόλους κατώτερους από άποψη κοινωνικού στάτους, που είσαι ανήμπορος να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και την άποψή σου, που σου έρχεται από κει που δεν το περιμένεις το χαστούκι, που δίνεις και δίνεις για να μείνεις μετά με άδειες τσέπες κι άδεια ψυχή. Μα θα ήμασταν απλά ανυπόφορα ψεύτες αν λέγαμε πως υπάρχει η ανθρώπινη ανιδιοτέλεια, άρα κάθε φορά που δίνεις, είναι γιατί κάτι ζητάς.
Το κακό με το να ζητάς, είναι πως πολλές φορές ζητάς, χωρίς να ζητάς. Δηλαδή, ζητάει κάτι η συμπεριφορά σου, η τάση σου, το ίδιο σου το σώμα, η ροή των πράξεών σου. Για να το κάνω και πιο λιανά, όταν θα πας και θα μπλέξεις με έναν τύπο που συναισθηματικά δηλώνει μη διαθέσιμος, ξέρεις ότι αυτό είναι μια εκδοχή της πραγματικότητας. Εκεί λοιπόν δίνεις, αυτό που ουσιαστικά ζητάς, συναισθηματική εμπλοκή. Το δίνεις με την ελπίδα και την προσδοκία ότι η δική σου άποψη για τα πράγματα είναι η «σωστή», οπότε τι κι αν ο Μήτσος σου έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι θέλει μόνο να περνάτε καλά, εσύ πας και φτιάχνεις στο κεφάλι σου μια πλασματική σχέση. Κι όταν αυτό ο Μήτσος το αντιληφθεί και κλοτσήσει, και καλά θα κάνει, εσύ θα πληγωθείς που δεν εκτίμησε ο αχάριστος όλα όσα του έδωσες.
Ξέρουμε πότε θα πληγωθούμε, ή τουλάχιστον, συχνά είμαστε πολύ κοντά στο να το καταλαβαίνουμε εγκαίρως. Θέλεις να μπεις στη θέση του θύματος, θέλεις να ζήσεις το δράμα σου, να κλάψεις να φωνάξεις, να μισήσεις, γιατί όχι; Ανθρώπινο κι αποδεκτό, αλλά να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Ο καθένας μας είναι υπεύθυνος για τη θέση στην οποία βρίσκεται, στον βαθμό που του αναλογεί η ανεξαρτησία του. Και το πόσο θα καταλήξει να εξαρτάται η ύπαρξή σου συναισθηματικά από κάποιον, είναι επιλογή σου.
Άλλωστε, θα ήταν υπερβολικά εύκολο να αποδεχόμασταν ότι απλά θέλουμε διαφορετικά πράγματα καμιά φορά κι απλά, να χωρίζαμε τα τσανάκια μας. Ήρεμα και με καλή ψυχολογία. Από πού θα έβγαιναν τόσα τραγούδια, τόσες σαπουνόπερες, τόσες άδειες τεκίλες στα ντουλάπια;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη