Στο πεδίο της ψυχολογίας έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να προσεγγίσουν τη μάθηση, είτε ως διαδικασία είτε ως φαινόμενο. Αυτό σημαίνει ότι λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι ο άνθρωπος μαθαίνει. Ενδεχομένως, σωστά να το πιστεύουμε ως ένα βαθμό, δεδομένου ότι από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουμε μαθαίνουμε να ανακαλύπτουμε τον κόσμο.
Έτσι, για να καταφέρουμε να περπατήσουμε θα μας κρατήσουν από τα δυο μας χέρια και θα τοποθετήσουν τα πέλματά μας πάνω στα πόδια τους για να μας δείξουν πώς να περπατάμε ως άνθρωποι. Με τον ίδιο τρόπο θα επαναλάβουν όλοι, κάτι λιγότερο από εκατομμύριο, τη λέξη μαμά για να μάθουμε ότι αυτή συνδέεται με το σημαντικότερο άνθρωπο της ζωής μας.
Υπό αυτήν την άποψη, λοιπόν, δεν παύουμε να μαθαίνουμε και να μαθαίνουμε κανόνες που θα μας εξανθρωπίσουν και θα μας προστατέψουν από την κατάσταση του ζωώδους που με μεγάλη ευκολία θα μπορούσαμε να διολισθήσουμε, αν δεν είχαμε την πολύτιμη συμβολή των σημαντικών άλλων της ζωής μας, που μας ανοίγουν τον δρόμο της κοινωνικοποίησης.
Αν όλα τα παραπάνω μπορεί να αποτελέσουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία του ότι ο άνθρωπος μαθαίνει, τότε γιατί η ιστορία μας αποδεικνύει το αντίθετο; Κι αυτό δε χρειαζόμαστε βιβλία ιστορίας για να το καταλάβουμε· μια πιο προσεκτική ματιά στις δικές μας διαπροσωπικές σχέσεις είναι ικανή για να το συνειδητοποιήσουμε.
Συνειδητοποιούμε, δηλαδή, ότι δε μαθαίνουμε. Επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη, μέσα από τα λόγια και τις συμπεριφορές μας, χωρίς όμως να μαθαίνουμε. Ένα από τα σημαντικά λάθη είναι ότι δε μαθαίνουμε να εκτιμάμε αυτό που έχουμε στη ζωή μας, μέχρι τη στιγμή που παύει να αποτελεί μέρος της. Κοινώς εκτιμάμε κάτι μόνο όταν το χάσουμε. Γιατί αυτό; Και γιατί να είναι λάθος;
Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει γιατί πολύ εύκολα, αλλά και κυρίως γρήγορα, επαναπαυόμαστε στο ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται μαζί μας θα βρίσκεται εκεί για όσο το θέλουμε εμείς. Αυτή η σιγουριά είναι ένα είδος βολέματος που μας προσφέρει ο άλλος μέσα από τον τρόπο που εκδηλώνεται, οπότε και μας δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι θα μας αγαπάει και θα μας νοιάζεται ανεξάρτητα από τη δική μας σκατοσυμπεριφορά· λανθασμένα.
Μοιάζει λίγο με τις ρωμαϊκές αρένες μάχης, όπου στην περίπτωση της σχέσης αυτός που εκδηλώνει ανοιχτά την αγάπη και το ενδιαφέρον του είναι σαν να μπαίνει στο πεδίο της μάχης και να επιλέγει να πετάξει την πανοπλία του, αψηφώντας για τα χτυπήματα που μπορεί προκύψουν στην πορεία.
Στο σημείο αυτό ο «αντίπαλος» που επίσης συνειδητά έχει επιλέξει να μην αφήσει κανένα από τα μέρη της πανοπλίας του, πιστεύει ότι μπορεί πολύ εύκολα να επιβληθεί, αφού ο άλλος εκτός από ευάλωτος είναι και δεδομένος· και εδώ έγκειται το λάθος.
Πιστεύουμε ότι αυτός που επιλέγει να εκτεθεί και να αισθανθεί είναι τρωτός, οπότε και τα πυρά μας μπορούν πολύ εύκολα να λειτουργήσουν ως τα αντιβιοτικά και να αποκτήσει ανοσία σε αυτά· τόσο που στο τέλος να πιστεύουμε ότι θα τα αναζητά. Μας βολεύει να έρχεται ο άλλος στα μέτρα του κόσμου μας, ο οποίος είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μας. Μας βολεύει να το χαρακτηρίζουμε ευαίσθητο γιατί μπορεί να κλάψει όταν εμείς του μιλήσουμε άσχημα, όταν του γυρίσουμε την πλάτη ή όταν αδιαφορήσουμε.
Κι όμως προς έκπληξή μας, έρχεται κάποια στιγμή που ο πληγωμένος θα πάρει τα μάτια του από πάνω μας, θα κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη για να συνειδητοποιήσει τις πολλαπλές λαβωματιές που υπέστη το σώμα του. Τότε θα φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω του, γιατί όταν πλέον καταλάβει ότι δεν υπάρχει λόγος να μένεις κάπου, είναι ένας καλός λόγος για να φύγεις.
Τώρα που έφυγαν, λοιπόν, να μην τους ψάξετε γιατί όταν σας έδιναν τόσους λόγους να τους εκτιμήσετε, η απάντησή σας ήταν είτε μια σιωπηλή αδιαφορία είτε ένα σιχαμένο ψέμα. Ξέρατε πολύ καλά τι κάνατε, σε ποιον το κάνατε και γιατί το κάνατε. Μην τους ψάξετε λοιπόν, γιατί αυτό που δε μάθατε για όσο τους είχατε στη ζωή σας είναι ότι αυτό που θα πουν, το εννοούν. Οπότε όταν πουν τέλος, είναι τέλος.
Αν παρόλα αυτά έχετε απορίες και ερωτήσεις, τότε τις απαντήσεις να ψάξετε μέσα στα υγρά σας μάτια!
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή