«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να’ ναι μακρύς ο δρόμος…»*
Σχέσεις, άνθρωποι που έρχονται και μετά από λίγο φεύγουν. Αν άνοιξες αυτό το άρθρο και περίμενες να διαβάσεις για καμία Πηνελόπη ή κανέναν Οδυσσέα, κλείστο τώρα!
Τι; Πιστεύεις πως πλέον υπάρχουν άνθρωποι, που περιμένουν κι αν υπάρχουν εσένα γιατί δε σε περίμενε ποτέ εκείνος που ήθελες; Γιατί οι άνθρωποι φεύγουν, αφού σε ήθελαν, δε σε ήθελαν; Εγώ θυμάμαι κάτι βράδια με αγκαλιές, με βαρύγδουπες υποσχέσεις. Κάτι «για πάντα» και κάτι «ποτέ».
Πόσες φορές ένιωσες μόνος, άδειος, τι κι αν υπήρχαν άνθρωποι δίπλα σου; Εσύ αναζητούσες πάντα αυτό που σου έλειπε, ένιωθες πως κανείς δε σε συμπληρώνει. Κοιτάζοντάς τους στα μάτια, το παράπονο μέσα σου ούρλιαζε, πως κανείς τους δε σε καταλάβαινε και πόσο μάλλον δεν μπορούσε να παραλάβει το φορτίο που κουβαλάς.
Μήπως νιώθεις και τώρα; Πόσο ξενερωμένος είσαι απ’ τη μετριότητα αυτού του γαμημένου, ψεύτικου και παράλληλα ηλίθιου κόσμου; Τα σκοτάδια σου πλημμυρίζουν την ψυχή σου κι οι φόβοι για το αύριο πληθαίνουν. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι, δεν υπάρχει κάτι άλλο, αυτός είναι ο κόσμος διάολε μου, ζήσε μόνος.
Έτσι, αυτός μετά από πολλά, βρήκε όπως είπε ένα βράδυ, την Ιθάκη του. Εκείνη που έφερε τον ήλιο στη ζωή του, που φώτισε τα σκοτάδια του κι η ψυχή του δεν μπορούσε να της το ξεπληρώσει. Έλεγε πως είχε έναν παράδεισο μέσα της που τον ηρεμεί όσο τίποτα, που τον κάνει δυνατό, άτρωτο σαν να μπορεί να καταφέρει τα πάντα δίπλα της.
Μόνο να είναι μ’ εκείνη σκεφτόταν, πόσα διαφορετικά πράγματα θέλει να ζήσει μαζί της, ήθελε να δώσει κι έδινε τον καλύτερο εαυτό του. Όταν κοιτάζονταν στα μάτια σαν κάτι να σπινθίριζε στην ατμόσφαιρα. Ήταν εκείνη που της εμπιστευόταν τα πάντα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αν δεν ήξερε πως είναι καλά.
Αντανακλώνταν οι εαυτοί τους, τα είχε βρει όλα πάνω της. Τόσο, που λυπόταν όλες εκείνες τις ψεύτικες σχέσεις, πίστευε πως ήξερε τι άξιζε και την έφερε για να σταθεί ξανά στα πόδια του. Ήταν εκείνος που θα τα έδινε όλα ακόμη κι αν αυτή έφευγε, της είχε πει πως μια μέρα ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένει θα πάει να τη βρει. Πως στα δύσκολα, όταν όλοι θα έχουν εξαφανιστεί, εκείνος θα είναι εκεί.
Δεν την άφηνε σε ησυχία, όλο την πείραζε, όταν εκείνη βιαζόταν εκείνος ήθελε αγκαλιές. Σαν μικρό παιδί χωνόταν στην αγκαλιά της, εκείνη του χάιδευε τα μαλλιά και του απήγγειλε ποίηση κι όταν έχανε τα λόγια γέλαγε και χανόταν στα μάτια του.
Της φώναζε πως είναι δικιά του, πως του ανήκει και πως είναι δικός της ολοκληρωτικά. Εκείνη δε θες να ξέρεις τι του έλεγε, ένα απ΄τα πολλά ήταν το πόσο τυχερή ένιωθε, πως ήταν ένα δώρο. Όταν την έπιαναν οι ανασφάλειές της, τον ρώταγε τι θα γίνει αν κάποια μέρα βρει άλλη. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πως κάποια μέρα θα έφευγε, την έπιανε τρέλα μόνο στην ιδέα. Αυτός είπε, πως αν συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να είναι κλεισμένος σε κανένα ψυχιατρείο και να νομίζει πως τη βρήκε.
Τι έγινε; Τι θες να έγινε σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο που ζεις; Έφυγε, ναι, την άφησε. Άφησε την Ιθάκη του, μέσω ενός μηνύματος. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις, block, unfollow και δυο, δήθεν άγνωστοι. Πού πήγε; Σ’ ένα ερημονήσι κι η Ιθάκη του έμεινε να τον κοιτάει από μακριά. Τι σου είπα; Τι κι αν αυτή ήταν μια κάποια Πηνελόπη, εκείνος δεν ήταν ένας κάποιος Οδυσσέας.
«Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο το ταξίδι (…) Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν»*.
*Κ. Π. Καβάφης «Ιθάκη»
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου