Απ’ την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν ήξεραν κι οι  δυο ότι γεννήθηκαν για να συναντηθούν και να είναι μαζί. Εκείνα τα πρώτα βλέμματα, τα πειράγματα μετά, ένα-δυο ποτά για να ανταλλάξουν τηλεφωνά. Εκείνα τα πρώτα λόγια: «δικός σου για πάντα», «μόνο εγώ θα σε προσέχω», «μου λείπεις», « Σ αγαπώ».

Εκείνες οι πρώτες στιγμές γνωριμίες που ήταν δυο τελείως άγνωστοι κι άρχιζαν σιγά-σιγά να γνωρίζονται, να μιλάνε καθημερινά, βγήκαν το πρώτο ραντεβού, πήγαν πρώτη φορά βόλτα μαζί, ήρθαν τα πρώτα παθιασμένα φιλιά, έπεσαν στο κρεβάτι, βρήκαν ο ένας τα κουμπιά του άλλου, βρήκαν τα δικά τους αστεία, πρωτοεμφανίστηκαν μαζί σαν ζευγάρι, έκαναν τις πρώτες γιορτές μαζί, τις πρώτες διακοπές, έφτιαξαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες που ήταν μόνο γι’ αυτούς.

Έγινε ο πρώτος τσακωμός, ο πρώτος χωρισμός, σταμάτησαν να μιλάνε, ήρθαν τα πρώτα μεθυσμένα μηνύματα, τα τηλεφωνήματα κάτι ξημερώματα και μια δήθεν τυχαία συνάντηση με εκείνους τους φίλους που τους γνώρισαν για την επανένωση. Δε χρειάστηκε πολύ, μόνο που έπεσαν τα βλέμματά τους μαζί ήταν σαν να φωτίστηκαν κι οι δυο, δεν μπόρεσαν να κρύψουν την έλξη, το πάθος τους, την ένταση, τον πόνο που έκρυβαν μέσα τους, για το χωρισμό λόγω μιας χαζής δικαιολογίας.

Πήγαινε καιρός απ’ την τελευταία φορά που συναντήθηκαν κι είχαν τσακωθεί, οι μνήμες τους χτυπούσαν την πόρτα κι ενώ προσπαθούσαν  να το παίξουν άνετοι και χαλαροί μέσα στην αμηχανία τους πλησίασαν ο ένας τον άλλον. Και έτσι βρέθηκαν πάλι αγκαλιά, να κάνουν έρωτα και να χάνονται στη μαγεία τους.

Ώσπου ήρθε το οριστικό τέλος και το παραμύθι έληξε παράδοξα και κοιτάχτηκαν στα μάτια κι είπαν το τελευταίο αντίο. Χάθηκαν στο πλήθος και δεν ξενοκοιμήθηκαν μαζί και δεν ξαναμίλησαν ποτέ ξανά και δεν κοιτάχτηκαν ποτέ ξανά. Βρήκαν νέους έρωτες και γνώρισαν άλλους ανθρώπους κι αντικατέστησαν τα πάντα και σιγά-σιγά άφησαν πίσω τους ο ένας τον άλλον. Μα ποσό παράλογο είναι δύο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν, μοιράστηκαν,  να χωρίζουν τόσο εύκολα, να προχωράνε, να συνεχίζουν τις ζωές τους εύκολα η δύσκολα.

Πώς γίνεται απ’ τη μία στιγμή στην άλλη να γίνονται δυο άγνωστοι, δυο ξένοι, να μην έχουν καμία επαφή, κανένα ενδιαφέρον κι ας σκέφτεται ο ένας τον άλλον κι ας ρωτάνε να μάθουν νέα. Πώς γίνεται δυο άνθρωποι που έδωσαν τα πάντα ο ένας στον άλλον, που έγιναν ένα, που έβαζαν πρώτα τον άλλον και μετά τους εαυτούς τους, να γίνονται δυο άγνωστοι; Να συναντιούνται και να μην ανταλλάσσουν ούτε μια κουβέντα, ούτε ένα βλέμμα, ούτε για να πουν τα τυπικά;

Οι άνθρωποι προχωράνε με ή χωρίς τη θέλησή τους σε καινούργια μονοπάτια, γνωρίζουν νέα πρόσωπα, βιώνουν  νέες εμπειρίες και δημιουργούν νέες θέσεις στην καρδιά τους για τους επόμενους που θα έρθουν. Ο κάθε ο άνθρωπος προχωράει την ζωή του μονός του. Ο εαυτός του κι η μοναξιά του θα είναι εκεί να  τον συνοδεύουν ό,τι κι αν γίνει.

Όπως κι αν τα φέρει η ζωή, όποια σταυροδρόμια κι αν συμπέσουν,  οι άνθρωποι πάντα θα καταλήγουν μονοί τους με τον εαυτό τους μέσα στα σκοτάδια να προσπαθήσουν να ξεπεράσουν τους φόβους τους, να απαλύνουν τις πληγές τους να σηκωθούν και πάλι στα πόδια τους. Γιατί το παρελθόν θα είναι πάντα μαζί σου αλλά το παρόν είναι αυτό που φεύγει τόσο γρήγορα και το μέλλον που έρχεται. Γιατί, μάτια μου, να θυμάσαι πως ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος.

 

Συντάκτης: Άννα Τζαβίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη