Φτάνει, έτρεξες. Όσο έτρεξες, έτρεξες. Και τα χιλιόμετρά σου έκανες και πιο μακριά απ’ όσο φανταζόσουν έφτασες και τώρα που ξεχαρβάλωσε το κοντέρ, σου λένε πως δεν πήγες.

Κοίτα, όπου μπλέκει άνθρωπος, πρόβλημα θα βρεις. Το πρόβλημα όμως είναι που κοιτάνε στο κοντέρ -δηλαδή, τα νούμερα- κι όχι στην απόσταση. Δηλαδή, τι κι αν εσύ γύρισες τον κόσμο όλο, αν εμένα δε μου φαίνεται πολύ, πολύ δεν είναι.

Μ’ αυτόν κι άλλους χίλιους δύο τρόπους αποξενώνονται οι άνθρωποι και μετά λες, «Μα πώς γίνεται;». Έννοια σου κι όλα γίνονται. Και παύεις να μιλάς και να μαθαίνεις νέα τους κι ούτε ξέρεις αν τους νοιάζουν τα δικά σου κι όλο δίνεις χρόνο να δεις αν θα νοιαστούν να πάρουν και ποτέ δεν παίρνουν.

Και τι κατάλαβες; Πάρε τα χιλιόμετρα και το νοιάξιμό σου και καν’ τα καραμέλες. Τι ανησυχείς; Μην και τους πειράξει; Μη δεν είσαι ο σωστός και παρεξηγηθούν και σε κατηγορήσουν; Και τι έγινε; Μπορείς να τους σερβίρεις ξίδι.

Γενικά, δηλαδή, ως απλός –υποθετικά– κανόνας, μην ανησυχείς για κανέναν που δεν ανησυχεί για σένα. Ναι, εντάξει, θα μου πεις, μας τα ‘παν κι άλλοι κι αυτά έτσι απλά δε γίνονται. Κι όμως γίνονται, γιατί υπάρχει κι ένα «γαμώτο» και πώς να το κάνουμε, είναι και μεγάλο.

Απ’ αύριο θα μάθεις και θα ζεις χωρίς εκείνους. Και τηλέφωνα θα διαγράψεις και τ’ άκυρό σου θα το ρίξεις και γιατί, δηλαδή, όχι; Αυτοί το ‘καναν πρώτοι. Υπάρχει, βλέπεις, ένας πολύ βασικός κανόνας στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και λέγεται «προσφορά κι ανταπόδοση». Κι αν δε μου δώσεις, δε θα πάρεις, γιατί κι εμένα δε μου περισσεύουν και γιατί στο παρελθόν σπατάλησα αρκετά κι αναλώθηκα και κάπως έτσι είναι γενικά η φάση όλη και, φαντάζομαι, καταλαβαίνεις.

Αλλά τώρα, τους ξέρεις τους ανθρώπους, αν δουν πως πάνε και σε χάνουν, αρχίζουν οι υστερίες και δε συμμαζεύεται. Με λίγα λόγια, και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Γιατί, όχι. Δε δικαιούσαι, φίλε μου, να μου στερήσεις την προσοχή σου αν εγώ τη χρειάζομαι κι αν εγώ επέλεξα να σου στερήσω τη δική μου. Γιατί τώρα, δεν έχω τον έλεγχο κι όχι δεν έφυγα πρώτα εγώ για να μου την κάνεις εσύ επομένως, πρέπει να μείνεις, σκέφτοντα.

Αλλά όχι, καλέ μου. Σηκώνεσαι και φεύγεις και θυμώνεις και σηκώνεις και το μεσαίο σου το δάχτυλο κι ούτε που γυρνάς να κοιτάξεις πίσω. Ποιος θα σου πει τι; Κι εσένα μετά πονάει το εγώ σου και λες, «Ε όχι» κι όμως φίλε μου, «Ε ναι», γιατί θα πρέπει να μάθεις να την κάνεις εύπεπτη την αδικία.

Διαγράφεις ό,τι σε διαγράφει και πάει λέγοντας κι αντίρρηση δεν μπορείς να φέρεις.  Όποιος θέλει, ξέρει πού και πότε ν’ ανησυχήσει. Κατάλαβες; Όλα τα υπόλοιπα, τα παίρνεις βερεσέ.

Κι αν τη φας πολλές φορές τη φόλα, ξέρεις να ξεχωρίζεις. Τουλάχιστον σου πέφτουν ευκολότερα τα διαδικαστικά. Πάει από μόνο του το χέρι στο delete. Πιάσε χαρτί, μαρκαδόρο κόκκινο και μέτρα· πόσοι σου μένουν;

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη