Δεν έχεις ύπνο και σαν να σ’ έχει πιάσει μα ανησυχία. Θα στείλει; Κι αν δε στείλει, τι; Μήπως να ‘στελνες εσύ; Όχι. Φυσικά κι όχι. Αν μη τι άλλο, εσύ έστειλες την προηγούμενη φορά και τώρα σειρά σου να δεις αν θα ενδιαφερθεί να ψάξει.

Πας για ύπνο. Αναγκαστικά. Περίμενες τρία ολόκληρα λεπτά και πήρες την απάντησή σου. Χτυπάει μήνυμα. Εννοείται πως δε θα πήγαινες για ύπνο. Κάνεις δυόμισι και κάτι δευτερόλεπτα ν’ απαντήσεις —να μη φανεί πως καίγεσαι— κι απαντάς.

Προχθές το ξενυχτήσατε μιλώντας για ταινίες. Έχετε την ίδια λατρεία για τα γουέστερν και κοίτα σύμπτωση· ταιριάζετε. Βέβαια, είναι νωρίς για να βεβαιωθείς ακόμα, αλλά φυσικά μπορείς να εμπιστευτείς τα λίγα δεδομένα.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες ξεκίνησαν με ατελείωτες συζητήσεις ως το πρωί. Ξέρεις, το κινητό αυτοκόλλητο στο χέρι, το λάπτοπ μόνιμα ανοιχτό και μικρά, απανωτά εγκεφαλικά σε κάθε ειδοποίηση, που σε μεταφέρουν αυτόματα στην εποχή που ήσουν δεκαπέντε κι άρα ετούτα επιτρέπονταν.

Το κλασικότατο «Γεια» με θαυμαστικούλια και φατσούλες, για να σπάσει ο πάγος και μετά πλήρης ανάλυση της μέρας σου και της ζωής σου. Και πάλι, ξέρεις· χόμπι, αγαπημένες ταινίες, τ’ όνομα του σκύλου σου, κάτι λίγο για τους πρώην κι όλα αυτά τα νέα που σου λέει και σ’ αρέσουν. Κι αύριο έχεις δουλειά και ξύπνημα στις οχτώ, αλλά δεν πειράζει, γιατί μία φορά είσαι νέος και κάνεις ξεφαντώματα κι αν ο έρωτας δεν είναι ξεφάντωμα, τι είναι; Το τσατ ανοιχτό, φέρνεις και κρασάκι· έχετε γίνει πια παρέα.

Στον κολλητό είπες θα πας για ύπνο. Απρόσμενη, θα δικαιολογήσεις, αϋπνία. Βάζεις και λίγη μουσική. Μα μιλά τόσο ωραία. Σας αρέσουν σχεδόν ακριβώς τα ίδια πράγματα, σιχαίνεστε κι οι δυο το μέταλ κι έχετε πει, αν ποτέ τα καταφέρετε, να κάνετε το γύρο της Ευρώπης με το τρένο.

Στη δουλειά σου κάνουν παρατηρήσεις. Κι οι φίλοι το ‘χουν σχεδόν ήδη καταλάβει. Όχι, δεν είναι ώρα να μάθουν ακόμα. Προς το παρόν, το κρατάς για σένα. Λένε πως όσο πιο πολύ μιλάς για κάτι, χάνεται —κατά κάποιον τρόπο— η μαγεία του.

Έχετε ήδη χτυπήσει διχίλιαρο στα μηνύματα. Τόσα πριν δεν έκανες ούτε στο χρόνο. Φαίνεται η διαφορά. Βγάζει μάτι. Λες να ερωτεύεσαι; Αποκλείεται. Την πλάκα σου κάνεις και περνάς ωραία κι έχεις έναν άνθρωπο και πού βρίσκεις άνθρωπο τη σήμερον ημέρα; Όχι, είναι όλα φιλικότατα.

Εξάλλου, δε σου έχει δείξει δείγμα πως θέλει κάτι παραπάνω. Εντάξει· ίσως λίγο. Ελάχιστα δηλαδή, αλλά μπορεί και να ‘ναι ιδέα σου. Κι όμως περνούν οι μέρες κι αν δε μιλήσετε ένα δίωρο ψοφάς κι αρχίζεις κι ερωτεύεσαι. Ναι, ερωτεύεσαι.

Κι αυτό, δε θέλησες ποτέ να σου γίνει αναγκαίο. Ήταν, ας πούμε, κάτι νέο. Τίποτα απ’ όσα είχες δει προηγουμένως και τίποτα απ’ όσα περίμενες να δεις. Και να ερωτευτείς, τι έγινε; Τουλάχιστον, θα ‘ναι καλός ο έρωτας.

Για ένα ρομάντζο ζούμε. Κάποιον να σε κρατάει ξύπνιο όλο το βράδυ και να σου μιλά για τις συναυλίες που πήγε, τους δίσκους που αγόρασε, αγαπημένα στέκια στην Αθήνα και τέλος, ένα  «Εσύ τι κάνεις;», «Πώς περνάς;». Μετά, τρέχα να βρεις ύπνο.

Καληνύχτα.

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη