Στο ραδιόφωνο παίζει Πρωτοψάλτη. «Δε χωρίζουν, όμως, έτσι οι ζωές των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο» κι εσύ ονειρεύεσαι ένα παράλληλο σύμπαν, στο οποίο οι άνθρωποι που αγαπιούνται, δε χωρίζουν. Μα στην τελική δεν είναι ένα άλλο σύμπαν αυτό που έχουμε ανάγκη αλλά να μάθουμε να αγαπάμε σε αυτό.
Διώχνουμε ανθρώπους, ακυρώνουμε συναισθήματα και προθέσεις, διαγράφουμε στιγμές, σβήνουμε τηλέφωνα, φωτογραφίες κι αναμνήσεις και τρέχουμε να κρεμάσουμε τη φωτεινή επιγραφή «Τέλος» κάθε που κάποιος τολμήσει να πληγώσει τον εγωισμό μας, κάθε που τα πράγματα δεν έρθουν ακριβώς όπως τα είχαμε φανταστεί, που ο έρωτάς μας δε μοιάζει πια κινηματογραφικός -κι ας μη μάθαμε ποτέ τι απέγιναν οι πρωταγωνιστές μετά τους τίτλους τέλους.
Στα λόγια τα πάμε καλά. «Εκείνος δε σου αξίζει, να φεύγεις απ’ αυτόν, μακριά απ’ τον άλλον, αυτοί δε χωράνε στη ζωή σου κι όλους τους άλλους διωξ’ τους». Κανέναν δεν έχουμε ανάγκη, λέμε, και δεν είναι τελείως ψέμα γιατί μια χαρά τα καταφέρνουμε και μόνοι μας, όμως η θεωρία κάπου χάνει.
Αν ερωτευτείς, ας πούμε, δεν τον αγαπάς τον άλλον γιατί τον χρειάζεσαι, τον χρειάζεσαι γιατί τον αγαπάς. Γιατί τον γουστάρεις, σε κάνει να γελάς, σου ανεβάζει τους παλμούς –κι ας είναι κι από νεύρα ώρες-ώρες–, γιατί δοκίμασες και χώρια στην τελική και ξέρεις πως μαζί είσαι πολύ καλύτερα, είσαι εσύ αλλά στα καλύτερά σου και σ’ αρέσεις έτσι, σου ΄χες λείψει.
Πάντα πάνω-κάτω έτσι σε ονειρευόσουν, να κάνεις νηφάλιος πράγματα τρελά, αυτά που άλλοι τα βλέπουν μόνο στις ταινίες και τα θεωρούν κομματάκι τραβηγμένα. Να ζεις ένα hangover χωρίς πονοκεφάλους, ζαλάδες κι ανακατωσούρες, ένα μεθύσι αλλιώτικο, πιο γλυκό. Όχι υπό την επήρεια βότκας κι άλλα τέτοια χαζά∙ υπό την επήρειά του, εκείνου που σου θύμισε πώς να είσαι ζωντανός -γιατί, μεταξύ μας, μαστούρα είναι κι ο έρωτας και μάλιστα απ’ τις πιο δυνατές.
Οι άνθρωποι, που λες, το ‘χουν τρελά με το μπλα-μπλα. Τους ακούς να λένε πως κανέναν δεν έχουν ανάγκη και να χάσουν κάποιον απ’ τη ζωή τους, δεν τρέχει και κάτι. «Ουδείς αναντικατάστατος», σου χτυπάνε. Πετάνε δηλώσεις-βόμβες, λοιπόν, σε ένα παιχνίδι εξουσίας κι εγωισμού, σε πλαίσιο αυτοσυντήρησης και σκάνε κάθε συναισθηματικό πυροτέχνημα της απέναντι πλευράς.
Χωρίζονται σε στρατόπεδα κι αδειάζουν τους ίδιους τους τους εαυτούς για να αποδείξουν πως το εννοούν εκείνο το «ώρα σου καλή κι αέρα στα πανιά σου». Ανοίγουν πόρτες και φτιάχνουν βαλίτσες να φύγουν ή πετάνε ρούχα απ’ τα παράθυρα να διώξουν τον άλλον. Ο εγωισμός τους μόνο μην παραπέσει και τι θα απογίνουν χωρίς οδηγό, ο άλλος να πάει από ‘κει που ‘ρθε.
Ό,τι θέλει να κάνει, μακριά μας ας μείνει∙ που τόλμησε να μας χαλάσει το παραμυθάκι, εμείς θα βρούμε άλλο ταίρι, καλύτερο. Μα η αλήθεια είναι πως τα καλύτερα τα είχες κι επειδή τα σπουδαία σε τρομάζουν, τα ‘κανες σκατά και τα ‘διωξες. Κι όσα κι αν είπες, ξέρεις καλά πως τίποτα από αυτά δεν εννοούσες κι απλώς παρακαλάς το ίδιο να ισχύει και για ‘κεινον τον άνθρωπο, που μέχρι λίγο πριν έδιωχνες με σιγουριά και τώρα τον χαζεύεις πίσω από μια οθόνη, ενώ εύχεσαι να γυρίσει πίσω.
Στη θεωρία όλα εύκολα είναι∙ κι οι χωρισμοί, κι οι διαγραφές, κι οι φυγές, κι οι απουσίες. Στην πράξη τα βρίσκεις σκούρα κι απλά εύχεσαι να μην τεντώσατε πολύ το σκοινί και σκάσει στα μούτρα σας. Μα ευτυχώς τα τέλη δεν έρχονται έτσι αβίαστα ούτε οι καρδιές αδειάζουν τόσο εύκολα.
Γιατί, ρε γαμώτο, δε θα σου μάθει ο κάθε τυχαίος πώς είναι να αγαπάς -αρχίζοντας απ’ τον εαυτό σου. Γιατί είναι, αλήθεια, σπουδαίο να ΄χεις κάποιον να νοιάζεται αν έφαγες τίποτα όλη μέρα ή αν φόρεσες κράνος. Να χαίρεται με τη χαρά σου και να λυπάται με τη λύπη σου. Να σου φτιάχνει σούπα όταν σηκώνεις πυρετό και να σου φέρνει παγωτό στις γκρίνιες σου. Δε συναντάς κάθε μέρα ανθρώπους που να σε κάνουν να γελάς σαν παιδί, να σου γαμάνε το μυαλό, να συμπληρώνουν τις σκέψεις σου και να σκορπίζουν τους φόβους σου. Κι αυτούς δεν μπορείς να τους αφήσεις έτσι απλά.
Γιατί οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν, έμαθαν να συγχωρούν, να κάνουν τα στραβά μάτια σε δυο παραξενιές, να κάνουν κι ένα βήμα πίσω για να κάνουν δύο μπρος μαζί. Εκείνοι που ένιωσαν, έμαθαν να παλεύουν για ό,τι αξίζει. Μα πάνω απ’ όλα, έμαθαν να μένουν -γιατί το να ανοίξεις την πόρτα και να την κάνεις στην πρώτη στραβή είναι το μόνο εύκολο, το δύσκολο είναι να μείνεις εκεί μέχρι να βρεις τη λύση, μέχρι να τα φτιάξεις όλα όπως πριν.
Γιατί όντως δε σβήνονται εύκολα τόσες στιγμές, τόσα χαμόγελα, τόσες αγκαλιές∙ δεν πετάς έτσι ανθρώπους απ’ τη ζωή σου, κομμάτια σου που ενώθηκαν με κλάματα, καβγάδες και κυνηγητά. Δε χάνεται έτσι απλά το συναίσθημα, δε φεύγει σε μία στιγμή ο έρωτας∙ να πάει πού;
Οι ζωές των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με κόπο και πόνο μένουν μαζί ως το τέλος, μέχρι να μην υπάρχει τίποτα άλλο να προσπαθήσουν, μέχρι η αγάπη πια να μην αρκεί και φεύγουν με το κεφάλι ψηλά και τις καρδιές γεμάτες.
«Ή κι δυο μας ή κανείς, ως την άκρη της κλωστής ισορροπήσαμε εμείς…»