Για τους περισσότερους οι διακοπές είναι σαν ένα σωσίβιο. Εκείνο που θα σε κάνει να επιβιώσεις για άλλη μια χρονιά. Περιμένεις πώς και πώς να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις χωρίς ξυπνητήρι, να στριμωχτείς σαν σαρδέλα σ’ ένα βαπόρι, να βγάλεις σέλφι στο κατάστρωμα, να πλατσουρίσεις και να φλερτάρεις ανελέητα, να ξεροψηθείς στον ήλιο. Να συμβούν όλα μα όλα τα θαύματα του κόσμου έως την επιστροφή σου και να κατασπαταλήσεις σε έξι μέρες το κομπόδεμα των τριακοσίων σε φαΐ και μοχίτο. Σε λες κι υπεραισιόδοξο.

Ναι, οι διακοπές είναι κάτι ιερό αν σκεφτείς πώς ήδη απ’ τη Μεγάλη Δευτέρα το καίριο ερώτημα είναι το «Πού θα πάμε διακοπές;» και διόλου δε σε απασχολεί το αν θα βρεθείς εξόριστος στη Σπιναλόγκα ή παραθεριστής στο Ασπρονέρι στα Καμένα Βούρλα, αρκεί να μείνεις πιστός στις καλοκαιρινές επιταγές και να γίνεις μέτοχος ετούτης της συμβεβλημένης ευτυχίας που ακούει στο όνομα «διακοπές».

Άναρθρες κραυγές. Χωρίς το παρόν κείμενο να θεωρηθεί μια άτοπη επίκληση στο συναίσθημα των αδειούχων και σαφώς και δικαιούχων, κρίνουμε σκόπιμο να σας συστήσουμε κι εκείνη την κατηγορία του άμαχου πληθυσμού που επωφελείται της όλης φρενίτιδας προκειμένου να εργαστεί κι εν προκειμένω να ικανοποιήσει όλες τις, αν μη τι άλλο, μεγάλες προσδοκίες με τις οποίες φορτώνετε τις διακοπές σας.

Δουλειά η οποία είναι κοντά στη θάλασσα. Τόσο κοντά μα και τόσο μακριά. Εμείς που έχουμε προετοιμάσει λοιπόν το έδαφος και σας υποδεχόμαστε με χαμόγελο στα χείλη. Όσο μπορεί τέλος πάντων να διατηρηθεί ετούτο το χαμόγελο για ένα διάστημα τριών με πέντε μηνών.

Αυταπάρνηση, λέξη πρώτη. Αυταπάρνηση κάθε είδους σεναρίου καλοκαιρινών διακοπών προκειμένου να σας εξυπηρετήσουμε. Κάποιοι αφήσαμε πίσω συντρόφους, γατιά, εξοχικά κι ακίνητα, τα γεμιστά της μαμάς και μερικούς απλήρωτους λογαριασμούς. Για εμάς έγινε τρόπος ζωής. Πώς αλλιώς, άλλωστε, θα εξασφαλίζαμε την επιβίωσή μας; Μπήκαμε σε ένα είδος αυτόματου πιλότου κι οι μέρες απλά κυλούν. Άλλωστε, εσείς πιθανόν να μην το γνωρίζετε, αλλά οι ρυθμοί είναι τέτοιοι που δε μας αφήνουν να χαλαρώσουμε ποτέ.

Πιθανόν να μη γνωρίζετε ούτε ότι μοιραζόμαστε το ορμητήριό μας με όλους μας τους συναδέλφους, ούτε ότι όταν μας αντικρίζετε ερχόμενοι για το δεύτερο σας μπάνιο μετά το πλούσιο γεύμα σας και τον απογευματινό σας υπνάκο ενδεχομένως εμείς να μην έχουμε προλάβει να πάμε καν για κατούρημα. Το καθεστώς του οχταώρου εδώ φαντάζει ουτοπικό.

Φυσικά και δεν ξεσπαθώνουμε ποτέ κατά του «ο πελάτης έχει δίκιο». Εξάλλου, ευσεβής μας πόθος είναι να μας συγχαρείτε και να μας ξαναρθείτε. Έστω και κερδίζοντάς σας ύπουλα με τα ανύπαρκτα  χαμόγελά μας.

Δεν υπάρχουν ρεπό, δεν υπάρχουν αργίες και δεν υπάρχουν Σαββατοκύριακα. Στον ελεύθερό μας χρόνο νιώθουμε τύψεις αν κάνουμε κάτι άλλο πέραν του να ξεραθούμε στον ύπνο. Κοινώς, δεν υπάρχει καμία λογική μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι. Η δε επιστροφή μας με τα πρωτοβρόχια θυμίζει επιστροφή από ανελέητο κλάμπινγκ την ώρα που εσύ ήθελες να σκεπαστείς με την πικέ και να ακούσεις Μαχαιρίτσα. Σουβενίρ μας, το βουητό στα αυτιά μας.

Πάψε, λοιπόν, να κοιτάς με καθαρά ερωτικά και πρωτόγονα ένστικτα το κορίτσι που τριγυρίζει στην ξαπλώστρα σου και κάθε υπέροχο αγόρι με δίσκο στο χέρι. Κι αύριο εδώ θα είσαι πάλι. Το καλοκαίρι είναι μεγάλο.

Υ.Γ: Με σεβασμό στα μετόπισθεν του οχταώρου που φρουρούν την πόλη.

 

Συντάκτης: Νατάσα Δόμβρου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη