Ας γυρίσουμε πίσω, στα αθώα κι ανέμελα σχολικά μας χρόνια. Τότε που το φλερτ ήταν στα όρια του γελοίου μεν, ξεκάθαρο δε. Όταν σου τραβούσε την κοτσίδα, ήθελε να τον προσέξεις, οι αναπάντητες ήταν δείγμα σφοδρού έρωτα και τα κοιτάγματα στο προαύλιο έδιναν κι έπαιρναν, όπου ολόκληρη η παρέα κάρφωνε το wannabe γκομενάκι και σε μελάνιαζαν απ’ τις αγκωνιές όταν σε κοίταζε. Ερχόταν, λοιπόν, μια μέρα όπου οι φίλοι, επειδή οι άμεσα ενδιαφερόμενοι κώλωναν, έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους και το είχαν μιλημένο να σας αφήσουν τα δυο σας σε κάποιο πάρτι ή ερχόταν αντιπροσωπεία και σου έλεγε ότι του αρέσεις κι αν θέλεις να τα «φτιάξετε».
Όλα αυτά τα κάναμε μέχρι που ωριμάσαμε κι αυτά τα λυκειακά κουλά, δεν τα εφαρμόζουμε πλέον διότι είμεθα άνθρωποι με τσαγανό και χωρίς καθόλου χρόνο για χάσιμο. Θέλουμε κάποιον; Έχουμε την εμπειρία και το σθένος να του δείξουμε με τρόπο μη αμφισβητήσιμο πόσο κόβουμε φλέβα για πάρτη του. Και μόλις γέλασε κάθε πικραμένος.
Κι άντε πες, τότε, είχαμε τη δικαιολογία της ηλικίας για την αμπαλοσύνη μας, τώρα τι; Όταν έχουμε δύο ανθρώπους που γουστάρονται κάργα κι αμοιβαία, τους έχουν πάρει χαμπάρι όλοι, όμως, εκείνοι επιμένουν να παίζουν τις κουμπάρες και να μην εκδηλώνονται, πώς το λένε; Κοίτα, εγώ συμφωνώ, μαλακία στον εγκέφαλο το λένε, τους το έχουν πει κι άλλοι, που τους έχουν σταυρώσει να κάνει –επιτέλους– κάποιος απ’ τους δύο κάτι πιο δραστικό. Αμ δε. Θα συνεχίζουν να σπάνε τα νεύρα τα δικά τους αλλά και των γύρω τους, επιμένοντας να παίζουν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, πετώντας σποντίτσες και χαζά αστεία όλο υπονοούμενα, ρίχνοντας ο ένας μονίμως το μπαλάκι στον άλλο.
Γοητευτικό αρχικά, έχει τη χάρη του και –καθώς οι άνθρωποι είμαστε περίεργα τρένα– απολαμβάνουμε αυτή την αβεβαιότητα της αρχής. Τα μηνύματα που καθόμαστε κι αναλύουμε τι σημαίνει που έβαλε θαυμαστικό αντί για τελεία, την υπόσχεση που αιωρήθηκε για κανένα ποτό, τα αμήχανα βλέμματα σε κάτι αλλαξοματιές, μέχρι να στραφούμε αλλού, κόκκινοι σαν γινωμένες ντομάτες απ’ την κάψα.
Να την ορίσουμε, όμως, χρονικά αυτή την αρχή. Κρατάει μία βδομάδα, τέσσερις μήνες ή δύο χρόνια, να ξέρουμε. Πότε σταματάμε αυτό που ο κόσμος έχει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι, γιατί μπουκώσαμε πια. Φτάνει κι ήμαρτον, αυτό δεν είναι ερωτικό παιχνίδι, αλλά ψυχολογικός πόλεμος. Έτσι, κότες κι εγωιστές, ταυτόχρονα, που είμαστε, δείχνουμε αεράτοι και «σιγά, παίζουμε να περνάει η ώρα» κι από μέσα μας τρώμε τα λυσσακά μας κι αλληλοβασανιζόμαστε, διερωτώμενοι πού στο καλό πάει η κατάσταση.
Πρήζουμε τους φίλους ζητώντας τη γνώμη τους, αλλά τους αγνοούμε επιδεικτικά όταν μας προτρέπουν να γίνουμε πιο εκδηλωτικοί, γιατί όλα τα σημάδια δείχνουν πως δε θα πέσει άκυρο και φέρνουμε ηλίθια αντεπιχειρήματα, κυρίως γιατί θέλουμε πρώτη η άλλη πλευρά να ρίξει τα μούτρα της και να μας εξομολογηθεί την καψούρα της.
Έχουμε πήξει στα μισόλογα, αλλά με το που παρουσιαστεί η ευκαιρία θα δειλιάσουμε βουλιαγμένοι στην ανασφάλεια που μας κυριεύει και θα συνεχίζουμε στο ίδιο μαζοχιστικό μοτίβο. Κι ας ξέρουμε πως κατά πάσα πιθανότητα κι ο άλλος καρμπόν σκέφτεται, εμείς θα παίζουμε το ίδιο παιχνιδάκι, κάνοντας τάματα ταυτόχρονα να ξεκουνηθεί το βόδι που πήγαμε κι ερωτευτήκαμε, πριν βρεθούμε στο ίδιο γηροκομείο.
Μωρέ, όμως, λες να έχουν δίκιο; Λες να πρέπει να κάνουμε εμείς πρώτοι κάτι που δε θα σηκώνει πια παρερμηνείες, όπως για παράδειγμα την επόμενη φορά να τον βουτήξουμε να δώσουμε ένα φιλί να ξεχάσει και τ’ όνομά του; Μήπως να ρωτήσουμε ευθέως, σαν άλλη Λαίδη «Εσύ τι λες, θα γίνουμε επιτέλους εραστές;». Αφού όλοι επιμένουν, του αρέσουμε μήπως να κόψουμε τις ήξεις αφίξεις; Μπα, όχι, αφού τα ίδια θα λένε και στον άλλο, για να μην πράττει απλά δε θέλει τόσο πολύ, σιγά μην του ικανοποιήσουμε και το εγώ του, γιατί επιβεβαίωση παίρνει και μόνο. Και, άι στα σιχτίρια πια, καθόμαστε κι ασχολούμαστε με τον χέστη ή με την παλαβή που τη μία είναι μέσα στη γλύκα και την άλλη συμπεριφέρεται λες και μας αντιπαθεί.
Σωτηρία δεν υπάρχει, το αντιλαμβάνεσαι. Όσο παραμένουμε στο safe zone, απλά θα κουραστούμε και θα κουράσουμε κι αυτό που ξεκίνησε σαν κάτι όμορφο, θα καταλήξει να μας κάνει τα νεύρα φιδέ και θα ρίξει την ψυχολογία στα Τάρταρα. Κάποιος θα κουραστεί, θα βαρεθεί, θα πιστέψει ότι είναι ένα παροδικό παιχνίδι μέχρι να βρεθεί κάτι άλλο και θα γίνει καπνός, αφήνοντας τον άλλο με την πίκρα της απόρριψης.
Οπότε, λοιπόν, πρέπει να το πάρεις εσύ το ρίσκο -επειδή κανένας κοινός γνωστός, πλέον, δε θα πάρει την απόφαση να ξηγηθεί για σένα, επειδή πιστεύει πως μετά θα τον κυνηγάς με το κουζινομάχαιρο αφενός, αφετέρου έχει κι αυτός τα δικά του γκομενικά να ασχοληθεί. Κι όταν λέω «εσύ» απευθύνομαι ξεχωριστά και στα δύο μέρη. Μη με κοιτάς στραβά, εκδηλώσου ευθέως και θα είμαι εδώ μετά να μου στείλεις παγωτίνια που σε προέτρεψα σαν αντικειμενικός τρίτος να ζήσεις τον έρωτά σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη