Είναι κάτι νύχτες μοναχικές και συγχρόνως τόσο λαμπερές που δε λένε να ξημερώσουν. Κοιτάζεις ψηλά στον ουρανό και το μόνο που βλέπεις είναι το υπέρλαμπρο ολόγιομο φεγγάρι να στέκεται αγέροχα από πάνω σου κi εσύ να μη ξέρεις τι να κάνεις για να περάσει η ώρα. Ένας ουρανός τόσο φωτεινός απ’ τα άστρα κι εσύ συγχρόνως να σκέφτεσαι τι ακριβώς κάνεις μόνος σου σε αυτή τη ζωή.
Μόνος από επιλογή ή από κακή τύχη; Όποια και αν είναι η απάντηση το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Προσπαθείς να κάνεις ένα σύντομο flashback στο παρελθόν σου για να καταφέρεις να περάσει η ώρα και μήπως τελικά καταφέρεις να βρεις τι σε οδήγησε στη μοναξιά σου. Σε ένα παρελθόν που ήταν τόσο γεμάτο και πλήρες. Ένα παρελθόν περιτριγυρισμένο από κόσμο. Και κάπου εκεί αναρωτιέσαι, ήταν πλήρες από κόσμο που ήθελε εσένα ή μήπως από κόσμο που ήθελε κάτι από εσένα; Μήπως τελικά έκανες καλά που πήρες την απόφαση να απομακρυνθείς από όλους κι από όλα;
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αποφάσισες να το ρίξεις στη δουλειά. Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μέσα σε ένα γραφείο. Ίσως αν ήταν δική σου η εταιρία να δούλευες και λιγότερες ώρες από όσες εργάζεσαι τώρα. Ξημέρωμα μπαίνεις, νύχτα φεύγεις. Και μέσα σου νομίζεις ότι κάτι έχεις κάνει κι ότι κάτι έχεις καταφέρει. Επιστρέφεις σε ένα άδειο σπίτι, το οποίο δεν προλαβαίνεις να δεις και πέφτεις για ύπνο. Δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς οτιδήποτε μπορεί να αφορά την προσωπική σου ζωή. Εξάλλου, έχεις πάρει την απόφαση να την αφήσεις στην άκρη και να ασχοληθείς με την καριέρα σου.
Πήρες την απόφαση να απομακρυνθείς από όλους και από όλα. Θεώρησες ότι δε σε γέμιζε ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής. Κι εκεί που όλα κυλούν ομαλά, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύεις εσύ και θεωρείς ότι τα έχεις βάλει όλα σε μια τάξη, έρχονται αυτές οι αξημέρωτες νύχτες. Αυτές οι νύχτες που σε αδειάζουν απ’ τη μία στιγμή στην άλλη. Αυτές οι νύχτες που σου μιλάνε με τις μεγαλύτερες αλήθειες μέσα απ’ την ίδια τους τη σιωπή. Αυτές οι νύχτες που δεν είσαι ακόμα έτοιμος να αντιμετωπίσεις.
Γιατί το ξέρεις κι εσύ πολύ καλά, τις νύχτες -αν όχι όλες, τουλάχιστον τις περισσότερες- χρειάζεσαι και κάποιον δίπλα σου για να μπορέσεις να τις απολαύσεις. Χρειάζεσαι κάποιον να σου κρατάει το χέρι και να σε συντροφεύει, να σου μιλάει και να σου σιγοτραγουδάει. Χρειάζεσαι κάποιον να μοιράζεσαι την εικόνα που έχεις μπροστά σου, κάποιον που να βλέπει το ίδιο με σένα. Αλλιώς η ζωή δε βγαίνει. Είναι απλώς ένα πέρασμα, μία ανάσα. Εσύ, όμως, να την κάνεις βαθιά την ανάσα αυτή. Και το πέρασμα να το μετατρέψεις σε αυλάκι χαραγμένο στο πρόσωπό σου. Να μη φοβηθείς τις ρυτίδες. Να τις κάνεις δικές σου και να τις απολαύσεις. Χιλιοστό προς χιλιοστό.
Και κάθε φορά που θα γεμίζει το φεγγάρι και θα βγαίνει να φωτίζει το δρόμο σου, να σηκώνεις το κεφάλι ψηλά στον ουρανό, να το κοιτάς και να σφίγγεις με δύναμη το χέρι του ανθρώπου που είναι δίπλα σου. Το χέρι του ανθρώπου που περπάτησε μαζί σου ως εκεί. Να έχεις το θάρρος να το αφιερώνεις κάθε φορά που βγαίνει. Το ίδιο το φεγγάρι, μα κι όλα τα άστρα του ουρανού. Αλλιώς πίστεψέ με χαραμίζεται κι αυτό αλλά κι η ίδια σου η ζωή. Και να ξέρεις ότι κάποια βραδιά δεν πρόκειται να ξαναβγεί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη