– «Αν μπορούσες να έχεις μια μαγική δύναμη, ποια θα ήταν αυτή;», είπε με τα παιδικά του μάτια να με καρφώνουν με μια λάμψη, που πρόδιδε ανυπομονησία.
– «Να γυρνούσα το χρόνο πίσω», απάντησα αυθόρμητα, με την επόμενη, αναμενόμενη ερώτηση να είναι έτοιμη να με βυθίσει σε ωκεανούς, από τους οποίους νόμιζα πως είχα επιβιώσει.
-«Γιατί;».
Χιλιάδες λέξεις ασύντακτες περικύκλωσαν αμέσως το κέντρο λόγου μου.
-«Επειδή ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά που θα συναντήσεις κάποιον», είπα με τρεμάμενη –πλέον– φωνή.
Ξέρεις μόνο πως δε θέλεις να τον χάσεις. Κι όταν γίνεται αυτό, σκέφτεσαι πόσες άλλες στιγμές θα μπορούσες να είχες μαζί του. Αν δεν πήγαινες σε εκείνο το πάρτι του δημοφιλούς παιδιού που έχεις να δεις δέκα χρόνια τώρα, αν δεν έτρεχες να πας σε εκείνο το ραντεβού με εκείνο τον τύπο που χωρίσατε ένα μήνα μετά, αν δεν έλιωνες στον ύπνο τα καλοκαίρια μέχρι τα απογεύματα, αν πήγαινες τη γιαγιά σου εκείνη τη βόλτα στη θάλασσα που ήξερες πόσο ήθελε να πάει. «Αύριο», έλεγες. Μέχρι που δεν υπήρχε πια χρόνος.
Ανατρέχοντας πίσω στην παιδική σου ηλικία, όλες οι αναμνήσεις σου ξεκινούν και τελειώνουν σε αυτό το σπίτι. Εκεί πάντα έδειχναν και μύριζαν όλα πιο ωραία. Ο κόσμος έδειχνε λαμπερός κι η ζωή πιο ξέγνοιαστη. Εκεί ένιωθες μια ασφάλεια δυσεύρετη κι ανεξήγητη. Γιατί μεγαλύτερη ασφάλεια από εκείνη που σου προσφέρει η αληθινή αγάπη δεν υπάρχει.
Πόσοι καβγάδες στο όνομα του «να μείνω μία ακόμη μέρα». Και μία ακόμη και μία ακόμη. Για να κάτσετε μαζί με τις ώρες μπροστά απ’ την τηλεόραση, να φάτε γλυκά στα κρυφά, να μαγειρεύει εκείνη κι εσύ να μπλέκεσαι στα πόδια της, να της εξηγείς πώς δουλεύει «αυτό το μαραφέτι», να σου αφηγείται ιστορίες απ’ τα παλιά, για να έχεις στοιχεία για τον ανυπότακτο, εφηβικό εαυτό της μητέρας σου να τσαμπουνάς κάθε που παραπονιέται ότι τη βασανίζεις. Τόσο απλά πράγματα, που δε σκέφτεσαι τον αντίκτυπο της ενδεχόμενης απώλειάς τους και δεν ευχαριστείς γι’ αυτά.
Δεν ευχαριστείς που σε υποδέχεται πάντα με το πιο ζεστό χαμόγελο και την πιο μεγάλη αγκαλιά, ενώ την προηγούμενη νύχτα ο πόνος δεν την άφησε να κλείσει μάτι. Δεν ευχαριστείς που αυτή έχει πάντοτε χαρτζιλίκι για σένα, ακόμη κι αν δεν της περισσεύουν. Δεν ευχαριστείς που έχεις ένα αιώνιο σύμμαχο για τις διαφωνίες σου με τους γονείς σου ή που αυτή έχει πάντοτε φυλαγμένη για σένα την καλύτερη συμβουλή, ακόμη κι αν δεν την έχεις ζητήσει ποτέ. Επειδή πολύ απλά αισθάνεται καλύτερα απ’ τον καθένα πότε σε βασανίζει κάτι και ξέρει ακριβώς τι χρειάζεσαι.
Και το κυριότερο, δεν ευχαριστείς για το πρότυπο ανθρώπου που σου προσέφερε. Αυτού που γίνεται θυσία για εκείνους που αγαπά, αυτού που όσο δύσκολα και να φαίνονται τα πράγματα δεν τα παρατάει, αυτού που το ανήσυχο πνεύμα του δεν επέτρεψε στο ταλαιπωρημένο σώμα, όπου ήταν εγκλεισμένο για δεκαετίες, να παραδοθεί μέχρι και το τελευταίο λεπτό. Αυτού που σε μεγάλωσε και σε έκανε αυτό που είσαι σήμερα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, κοίτα να περάσεις με τη γιαγιά σου όσο περισσότερο χρόνο μπορείς, πριν φτάσει η στιγμή που πλέον δε θα είναι εκεί να σε πιέζει να φας ή να βάλεις ζακέτα. Μέχρι που δε θα έχεις πέντε αναπάντητες κλήσεις μόλις βγεις απ’ την αίθουσα της εξέτασης, όπως συνήθιζε να κάνει, για να δει πώς τα πήγες. Μέχρι που δε θα τη βλέπεις καθισμένη στις πρώτες θέσεις στην αποφοίτησή σου, να σε δείχνει και να σε καμαρώνει.
Μα ακόμα κι αν κάποιες φορές θέσεις άλλες προτεραιότητες, να ξέρεις πως αυτή δε θα σου κρατάει κακία. Αντίθετα, θα είναι χαρούμενη που περνάς καλά. Εσύ, όμως, θα κρατάς κακία στον εαυτό σου. Για όλα τα «σε αγαπώ» και «σε ευχαριστώ» που δεν πρόλαβες να πεις, παρ’ όλο που τα εννοούσες περισσότερο από κάθε άλλη λέξη που ξεστόμισες ποτέ σου.
Η φωνή του μικρού με σηκώνει απροσδόκητα απ’ το λήθαργο. Πόσο θα ήθελα αυτά τα λόγια που κουβέντιασα σήμερα με το νεότερό μου εαυτό, να μπορούσα να τα ακούσω τότε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη