Δεν παύουμε έτσι απλά να αγαπάμε. Δεν εξαφανίζονται έτσι μαγικά οι άνθρωποι από μέσα μας, που έγραψαν με νέον το όνομά τους σε κάθε διάδρομο του μυαλού μας. Δε σβήνουν οι αναμνήσεις ούτε χάνονται οι στιγμές.
Δεν υπάρχει κανένας διακόπτης που θα μπορούσαμε να πατήσουμε για ολική διαγραφή, αλλά και να υπήρχε, μάλλον δε θα τον αγγίζαμε. Γιατί, στα αλήθεια, ποιος θέλει να ξεχάσει τα πάντα και ποια ζωή έχει αξία χωρίς θύμισες;
Ναι, ίσως, φαίνεται καλή η ιδέα να αφήσεις πίσω σου όσα σε πόνεσαν, τις φορές που πατήθηκε η υπερηφάνεια σου ή απλώς ο εγωισμός σου. Θα ήταν καλά αν ξεχνούσες τις απογοητεύσεις και τις διαψεύσεις υποσχέσεων ή κι αποκλειστικά δικών σου προσδοκιών και θα σ’ άρεσε αν δεν την είχες πάθει ποτέ, αν μπορούσες να κοκορεύεσαι πως εσένα δε σε πλήγωσαν.
Μαζί, όμως, με όλο το γκρίζο, θα έχανες και το κόκκινο. Είσαι έτοιμος γι’ αυτό; Θα διέγραφες κι εκείνες τις αγκαλιές, που για μέρες υπήρξαν το καταφύγιό σου. Θα θυσίαζες τα χαμόγελα που άλλαζαν τις γωνίες του προσώπου σου και σε έκαναν να μοιάζεις τόσο φωτεινός, σαν να κρεμόταν ένα πολυέλαιος πάνω απ’ το κεφάλι σου. Κι έπειτα, εκείνα τα χαχανητά, που ακόμα ώρες-ώρες αντηχούν στα αφτιά σου; Θα άντεχες να τα χάσεις;
Ο πόνος, η θλίψη, ακόμα κι ο θυμός για κάποια άτομα σημαντικά για μας είναι πειστήριο της μοναδικότητάς τους και της δύναμής τους στις σκέψεις μας. Και μπορεί τώρα αυτή η δύναμη να παίρνει πρόσημο αρνητικό, μα για καιρό ήταν θετικό και πιο θετικό δε γινόταν.
Οι άνθρωποι, που αυθαίρετα και με θράσος βαφτίσαμε με ανυπομονησία «δικούς μας» –και μάλιστα μας έκαναν την τιμή κι αντέστρεψαν αυτόν τον χαρακτηρισμό– δε γίνονται ποτέ ξένοι. Δεν υπάρχει «αγαπάω “λίγο” ή “πολύ”», απλώς αγαπάς. Έτσι δεν υπάρχει και «σε νιώθω –και σε θέλω– δικό μου “για λίγο” ή “για πολύ”». Σε νιώθω δικό μου άνθρωπο τώρα; Θα σε νιώθω για πάντα. Σ’ αγαπάω τώρα; Θα σε αγαπάω πάντα. Απλώς κάποτε ίσως ο εγωισμός μου αποδειχτεί ισχυρότερος των συναισθημάτων μου, ίσως πάψω να στο λέω και να στο δείχνω, ίσως το ξεχάσω και το θάψω, αλλά δε θα σταματήσω ποτέ.
Δε σταματάμε ποτέ να νοιαζόμαστε τους ανθρώπους που κάποτε αγαπήσαμε. Όσα νιώσαμε δεν έχουν ούτε ποσότητα ούτε διάρκεια. Γεννιούνται τη στιγμή που τα αισθανόμαστε για πρώτη φορά και δεν πεθαίνουν ποτέ. Γιατί η αγάπη είναι αγάπη, ρε βλάκες. Δεν έχει ημερομηνία λήξης, δεν είναι γάλα στο ψυγείο μας.
Οι άνθρωποι που πέρασαν απ’ τη ζωή μας, ανταλλάξαμε χώρο και χρόνο και μοιραστήκαμε αγωνίες, θλίψεις και γιορτές είναι σαν εκείνα τα παλιά πουλόβερ. Απ’ τη στιγμή που μας ταίριαξαν κι έγιναν «δικά μας» θα μας ανήκουν και θα τους ανήκουμε. Ακόμα κι αν δεν τα φοράμε πια, ακόμα κι αν τρύπησαν ή μας τσιμπούσε η πλέξη τους. Ακόμα κι αν κάποιες φορές ξεχνάμε πως υπάρχουν. Όσα ξεσκαρταρίσματα κι αν κάνουμε, αυτά θα παραμένουν στη γωνία τους, να μας θυμίζουν τις βόλτες που κάναμε μαζί. Την κέρδισαν τη θέση τους, εξάλλου.
Ίσως και να αλλάξει ο τρόπος που αγαπάμε κάποιον –αν μιλάμε για έναν έρωτα– αλλά η ίδια η αγάπη δεν αλλάζει κι αν αλλάξει, δεν ήταν αγάπη. Είναι ηλίθιο να κολλάμε τη στάμπα «πρώην» μπροστά από αγαπημένα πρόσωπα. «Πρώην έρωτες και πρώην φίλοι». Μαλακίες. Σκέτο «έρωτες και φίλοι». Δε χάσανε την ιδιότητά τους, γιατί εμείς χάσαμε επαφή. Δεν έπαψαν να είναι αυτό που είναι, γιατί κάποια στιγμή δε μας έκαναν ή δεν τους κάναμε πια.
Οι μέρες που ξεκίνησαν με μουσικές και γέλια, γιατί ξύπνησαν δίπλα μας, δε διαγράφονται. Ούτε οι νύχτες που μας στάθηκαν στα ζόρια μας. Δεν ξεχνάμε έτσι απλά κι αν το κάνουμε είμαστε τουλάχιστον αχάριστοι.
Οι άνθρωποι που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν –καθόλου δεν υποτιμάται το αμοιβαίο– φεύγουν απ’ τη ζωή μας, βγαίνουν ή τους βγάζουμε εμείς -δεν έχει, δα, και διαφορά ο τρόπος της φυγής, μονάχα η απουσία. Αφήνουν άδεια τη θέση τους στο κρεβάτι μας ή την πολυθρόνα, αλλά δεν ξεκουνάνε ποτέ από μέσα μας. Μένουν πάντα στο μυαλό μας να μας θυμίζουν πόσο τυχεροί υπήρξαμε που ζήσαμε μαζί τους μια ιστορία που αξίζει να θυμόμαστε.
Γιατί πάντα ασυναίσθητα το στομάχι θα σφίγγει και τα μάτια θα χαμογελούν στο άκουσμα του ονόματός τους. Θα τους μελετάμε συχνά-πυκνά, κάθε που θα αφηγούμαστε τις καλύτερες και τις χειρότερες στιγμές μας, τις γκάφες και τα κατορθώματά μας. Θα ευχόμαστε –ειλικρινά– τα καλύτερα γι’ αυτούς, θα χαιρόμαστε όταν έχουμε νέα τους και θα ελπίζουμε να μη μας έχουν ξεχάσει.
Το δύσκολο είναι να συναντήσεις ανθρώπους που να αξίζουν να τους παραχωρήσεις χώρο μέσα σου. Απ’ τη στιγμή που το καταφέρουν, η θέση είναι οριστικά κι αμετάκλητα δικιά τους -και μαγκιά τους!