Θες να λες πως έφυγες, πως ξέφυγες από εμένα. Από εμένα που σε κατέστρεψα, που σε πλήγωσα, που σε πρόδωσα. Είσαι μακριά και γλύτωσες απ’ τα δίχτυα μου, κέρδισες πίσω τη χαμένη σου αξιοπρέπεια, κλείδωσες καλά την καρδιά σου να μην κομματιαστεί ξανά. Μπήκες στο γυάλινο κουτί σου, στον γυάλινο κόσμο σου, έκλεισες τα μάτια σου κι όταν τα άνοιξες ξανά δεν ήμουν πια εκεί. Ήμουν μόνο μια άσχημη ανάμνηση, το μαύρο στο άσπρο σου, οι εφιάλτες σου, αυτό που θες να ξεχάσεις, να διαγράψεις. Τώρα λες ζεις με ασφάλεια, αναπνέεις, περνάς καλά, δεν υπάρχω πουθενά κι η ζωή σου απέκτησε νόημα.
Ποιον κοροϊδεύεις; Ποιον πας να ξεγελάσεις; Από ποιον κρύβεσαι τελικά; Από εμένα; Απ’ τον εαυτό σου; Απ’ τους εφιάλτες σου; Όσο και να φωνάζεις, δε με πείθεις. Για την ακρίβεια, δεν πείθεις ούτε εσένα τον ίδιο. Είσαι ακόμα εδώ. Ποτέ δεν έφυγες. Ποτέ δε θα φύγεις. Δεν έχεις τη δύναμη να ξεφύγεις, γιατί τίποτα δεν έχει τελειώσει. Γιατί ακόμα αγαπάς τον άθλιο χαρακτήρα μου. Ακόμα αγαπάς το γέλιο μου. Ακόμα σκέφτεσαι τα χάδια μου, ακόμα σου λείπει η αγκαλιά μου και ζητάς τα φιλιά μου.
Όσο με μισείς, άλλο τόσο με αγαπάς, κι άλλο τόσο μισείς τον εαυτό σου που δε με βγάζεις από μέσα σου. Πεισμώνεις, ε; Φοβάσαι. Πονάς. Πολεμάς με τον ίδιο σου τον εαυτό. Πολεμάς με τις σκέψεις σου. Πολεμάς με τα συναισθήματά σου. Θες να με ξεριζώσεις, μα είμαι ακόμα εδώ και ριζώνω ακόμα πιο βαθιά μέσα στην καρδιά σου.
Θες να με συγχωρήσεις, θες να με πάρεις αγκαλιά και να με μη αφήσεις ποτέ, θες να ακούσεις ξανά το γέλιο μου, τα χαζά μου αστεία. Θες να δεις ξανά τα μάτια μου να σου γελάνε. Θες να νιώσεις το κορμί μου να τυλίγεται γύρω απ’ το δικό σου τις μεθυσμένες νύχτες. Με έχεις ανάγκη, με ζητάς σε ξένες αγκαλιές, μα δε με βρίσκεις. Ήμουν κάτι το μοναδικό για εσένα, είτε καλό είτε κακό, πάθος κι αμαρτία μαζί. Αγάπη και μίσος. Έρωτας και πόνος. Αλήθεια και ψέμα. Όνειρο κι εφιάλτης. Μα πώς να ξεφύγεις; Πώς να φύγεις απ’ το άλλο σου μισό; Πώς να με ξεχάσεις; Πώς να προχωρήσεις; Πώς να με βγάλεις από μέσα σου οριστικά;
Όσο και να επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου πως με μισείς, ότι είμαι ό, τι χειρότερο για εσένα, ξέρεις πως είσαι ακόμα εδώ. Έχεις φτάσει στο χείλος του γκρεμού κι αν κάνεις ένα βήμα να μου πιάσεις το χέρι, νομίζεις θα πέσεις. Προτιμάς την ασφάλειά σου, προτιμάς να ασφαλίζεις τη γυάλινη καρδιά σου με ατσάλι για να μην τη διαπεράσω. Προτιμάς τον κενό και μισό κόσμο σου χωρίς εμένα πλάι σου, γιατί φοβάσαι. Γιατί θυμάσαι. Γιατί δεν ξέχασες και δεν μπορείς να ξεχάσεις. Προτιμάς να αγαπάς τον εγωισμό σου πιο πολύ από εμένα, από εσένα, από εμάς.
Έχασες, πόνεσες, έκλαψες. Έχασα, σε έχασα, πόνεσα, έκλαψα. Μα είσαι εδώ. Είμαι εδώ. Κανείς δεν προχώρησε. Κανείς δεν κρύφτηκε σε άλλες αγκαλιές. Κανείς δεν ξέχασε. Είμαστε εδώ. Και μας χωρίζει ένα τείχος που εσύ ύψωσες. Και δε με αφήνεις να το γκρεμίσω. Κρατάς τις άμυνές σου, γιατί με αυτές είσαι σίγουρος και δυνατός. Δίπλα μου νιώθεις αδύναμος και τρωτός. Μα δίπλα μου είσαι ζωντανός κι ευτυχισμένος. Δίπλα μου νιώθεις όσα δε θα μπορέσεις ποτέ να νιώσεις με καμιά άλλη.
Τώρα επιλέγεις εσύ. Θα ξεχάσεις τον φόβο σου, θα μου απλώσεις το χέρι και θα σε βοηθήσω εγώ να περάσεις το γκρεμό χωρίς να πέσεις. Μαζί θα ξεχάσουμε τα τέρατα του παραμυθιού, θα γράψουμε καινούριο και θα γκρεμίσουμε το τείχος σου. Ή θα μείνεις για πάντα εγκλωβισμένος στο φρούριό σου. Θα με αγαπάς σιωπηλά και θα προστατεύεις την καρδιά σου, διώχνοντάς με μακριά. Εσύ επιλέγεις. Μα είσαι ακόμα εδώ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη