Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα τι εννοώ με τον όρο «τρελός» κι ας προχωρήσουμε μετά στο ζουμί της υπόθεσης. Προφανώς, λοιπόν, και δεν αναφέρομαι σε κανενός είδους ψυχοπαθολογία ή ψυχική νόσο, καθώς αφενός οι άνθρωποι που νοσούν από ψυχικές ασθένειες δεν είναι τρελοί, μα ασθενείς κι αφετέρου δεν είμαι ψυχίατρος, δεν έχω καν την ελάχιστη γνώση για να αναγνωρίζω το top 5 των ψυχικών διαταραχών. Λυμένο αυτό λοιπόν και ξεκινάμε.
Με τον όρο «τρελός» στην καθομιλουμένη αναφερόμαστε σε οποιονδήποτε άνθρωπο ξεφεύγει απ’ τη νόρμα των πολλών, που είναι αψυχολόγητος, που ξεσπάει εύκολα, που κάνει τα πάντα στη ζωή του με έναν εντελώς δικό του τρόπο, που προκαλεί με τον τρόπο που μιλάει και σκέφτεται, που προβάλει λιγάκι προκλητικά τις ριζοσπαστικές του αντιλήψεις, που ίσως καμιά φορά ψάχνεται και για φασαρία -δε σου είπα πως είναι εύκολοι άνθρωποι, αν ήταν δε θα δημιουργούσαν προβλήματα, ούτε θα αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης.
Για τους πολλούς οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι σκέτη φασαρία, εκνευριστικοί κι ανάξιοι υπομονής, οπότε πολύ καλά κάνουν και τους αποφεύγουν και ζούνε τις καθημερινότητές τους απρόσκοπτα. Το θέμα είναι να ξέρεις τι θέλεις απ’ τη ζωή σου κι αυτοί δε θέλουν περιττές εντάσεις, οπότε πράττουν αναλόγως. Εντελώς μεταξύ μας βέβαια, ούτε οι τρελοί τους γουστάρουν τους συγκεκριμένους ανθρώπους, αυτούς δηλαδή που ζούνε σε κουτάκια, οπότε τους αποφεύγουν εξίσου και nobody gets hurt με λίγα λόγια.
Ναι, οι τρελοί μπορεί να είναι τρελοί, αλλά ξέρουν πολύ καλά τι τους γίνεται σχετικά με τα άτομα με τα οποία διατίθενται να συναναστραφούν· μπορεί να μη σε ξέρουν, μπορεί να μην έχετε μιλήσει ποτέ, μα νιώθουν τα vibes σου όπως οι νυχτερίδες, αν και τυφλές, αντιλαμβάνονται τα ντουβάρια. Αποφεύγουν όλους εκείνους που είναι κλειστόμυαλοι, που είναι βέβαιο πως θα τους αποπάρουν, θα τους σνομπάρουν ή θα τους κατακρίνουν και πηγαίνουν ντουγρού εκεί που πρέπει.
Σε ποιους; Σε εμάς δηλαδή. Ποιοι είμαστε εμείς; Εμείς, που λες, είμαστε μια ειδική κατηγορία ανθρώπων που, θες α’ τη μοίρα, θες απ’ την τύχη μας την κουτσή, είμαστε καταδικασμένοι να τραβάμε πάνω μας την παλαβομάρα λες κι έχουμε μέλι. Στο σχολείο μας έβαζε ο δάσκαλος να καθόμαστε δίπλα στον πιο παρανοϊκό συμμαθητή, ήμασταν τα αγαπημένα παιδιά των πιο βλαμμένων καθηγητών, στα social media κατακλυζόμαστε από μηνύματα ανθρώπων που παραπαίουν ανάμεσα στο «έχω ιδιαίτερο χιούμορ» vs. «είμαι για δέσιμο πισθάγκωνα», οι άνθρωποι που μας ερωτεύονται κι ερωτευόμαστε είναι ας μη μιλήσω καλύτερα, και γενικότερα αναρωτιόμαστε διαρκώς τι στο διάολο έχουμε και τραβάμε τους τρελούς έτσι μαγνητικά.
Τραβάμε πάνω μας ακόμα και τους τρελούς της γειτονιάς, της πόλης και του γαλαξία ολόκληρου· την ιδιαίτερη κυριούλα που μένει στη γωνία με τις 38 γάτες της κι εκείνον τον μισάνθρωπο παππούλη που περπατάει και μονολογεί βρίζοντας την κυβέρνηση, τους Γερμανούς και την κυρία Κούλα από πάνω που τσιγαρίζει κρεμμύδι· τραβάμε πάνω μας τα αδέσποτα της γειτονιάς, τραβάμε γενικά κάθε προσωπικότητα ή ον που θεωρείται κοινωνικά ξώφαλτσο. Όλοι μας νιώθουν, μας αγαπάνε και θεωρούν τον εαυτό τους τέντζερη κι εμάς καπάκι.
Και να τους τραβάγαμε απλά, πάει στο διάολο. Τους κάνουμε και φίλους μας, σχέσεις μας, τους βάζουμε δηλαδή στις ζωές μας με τα μπούνια. Άλλωστε τους είμαστε ιδιαιτέρως συμπαθείς απ’ την πρώτη στιγμή, καθώς δεν τους αποπαίρνουμε μα τους κάνουμε χάζι, τους αφήνουμε ελεύθερους να νιώθουν ο εαυτός τους, τους κάνουμε έστω κι άθελά μας να νιώθουν αποδεκτοί.
Δεν είναι θέμα στρατηγικής ούτε έχουμε να κερδίσουμε κάτι. Απλά γίνεται· και γίνεται επειδή ίσως βλέπουμε την κοινωνία με λίγο πιο ανοιχτά μάτια ή απλά επειδή κάπου μέσα μας ξέρουμε πως είμαστε φτιαγμένοι απ’ την ίδια πάστα και δεν κρίνουμε επειδή θεωρούμε πολύ πιθανό αύριο-μεθαύριο να είμαστε χειρότερα.
Γιατρειά δεν υπάρχει, αυτό είναι σίγουρο, καθώς όσο και να παραπονιόμαστε, οι φυσιολογικοί μας κάνουν να βαριόμαστε, δε μας βγαίνει η μεταξύ μας αλληλεπίδραση, πώς αλλιώς να το πω, γι’ αυτό και συνήθως κολλάμε εκεί που δεν πρέπει. Ή μήπως εκεί ακριβώς πρέπει να κολλάμε; Εκεί που το πλοίο της φυσιολογικότητας σάλπαρε καιρό πριν, μα έριξε άγκυρα εκείνο της μοναδικότητας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη