To φλερτ σαν παραμυθένια χρυσόσκονη διαλύει το γκρίζο σύννεφο του ρεαλισμού και χαϊδεύει την ηλιαχτίδα της μοναδικότητας. Υπάρχει παντού. Στα πρώτα καρδιοχτύπια των σχολικών εδράνων και στα ξέφρενα φοιτητικά πάρτι των νεανικών χρόνων, στις εξαντλητικές υπερωρίες των γραφείων και στις ανέμελες κουβέντες της παρέας, στα καταπράσινα πάρκα και στα σκοτεινά μπαράκια της πόλης.
Το φλερτ ζει για τη στιγμή, για εκείνο το μαγικό momentum που ο σοβαροφανής εαυτός εγκαταλείπει ασφυκτικές γραβάτες, καλοσιδερωμένα πουκάμισα, αμπιγιέ φορέματα κι αφήνεται στο παιχνίδισμα των πολύχρωμων μπαλονιών της παιδικότητας, στην αίσθηση ότι η καθημερινότητα μεταμορφώνεται κάποτε σε χορό από ντάμες και καβαλιέρους που μυούνται στα σωστά βήματα.
Το φλερτ σαν αέρας παρασύρει με την ορμή του τη σκόνη του παρελθόντος, διαλύει στους πέντε ορίζοντες το βάρος της θλίψης, κατευνάζει την αγωνία της επαγγελματικής αναρρίχησης. Κι έπειτα θέτει σε δαιμονιώδη κίνηση τον ανεμοστρόβιλο της γοητείας, την απατηλή αίσθηση ότι ο ερωτισμός χλεύαζει το φόβο του ανθρώπινου πεπερασμένου και στέφεται βασιλιάς του σύμπαντος.
Και τι γίνεται με τους ορκισμένους λάτρεις του εναλλακτικού αυτού σπορ; Κάποιοι τους ονόμασαν «φλερτομανείς» κι ορισμένοι άλλοι «εραστές του ονείρου». Τους ξέρεις καλά. Τους έχεις σίγουρα δει και, ίσως, συγκαταλέγεσαι στην κλειστή αδελφότητά τους. Ενδεχομένως τη στιγμή ακριβώς που συντάσσω το κείμενο να με περιεργάζεσαι μ’ ένα βλέμμα που με κάνει να νιώθω τόσο μοναδική όσο ακριβώς κι η μισή Αθήνα (βλέπεις, η άλλη μισή έχει ήδη φύγει για χαλαρωτικό τριήμερο στην εξοχή). Φυλακίζεις στις χούφτες σου το ποτήρι κρασί και με φωνή βγαλμένη από χολιγουντιανή ταινία (συνδυασμένη ίσως και μ’ εκείνη την ξεσηκωτική βραχνάδα που παραπέμπει σε ελαφρύ κρυολόγημα) με λούζεις με φιλοφρονήσεις και με κερνάς ποτά. Τις φιλοφρονήσεις τις δέχομαι ευχαρίστως, τα ποτά τ’ αρνούμαι ευγενικά καθώς -τι σύμπτωση- ταλαιπωρούμαι κι εγώ από φαρυγγίτιδα και λαμβάνω μάλιστα την ενδεδειγμένη αντιβιοτική θεραπεία.
Η νύχτα μας θα γραφόταν με γράμματα χρυσά στο βιβλίο του απόλυτου ρομαντισμού αν δεν υπέπιπτε στην οξεία αντίληψή μου ότι τα ξεδιάντροπα βέλη σου έχουν κατά καιρούς δεχτεί η κοκέτα σερβιτόρα του γωνιακού μπαρ, η ατημέλητη υπάλληλος της αλυσίδας σούπερ μάρκετ, η χωρισμένη πενηντάρα του κεντρικού βιβλιοπωλείου, η επαναστάτρια φοιτήτρια της Νομικής Θεσσαλονίκης, η εργασιομανής επιχειρηματίας της Φιλοθέης και η ρέμπελη τριαντάρα απ’ τα Κάτω Πατήσια. Που λες, όλες οι παραπάνω κυρίες μοιράζονται κάτι κοινό. Θα μπορούσε να είναι η μάρκα βαφής, το μέγεθος του στηθόδεσμου, η κακιά συνήθεια να τρώνε νύχια το πρωί και τόνους φαστ φουντ το βράδυ. Όμως όχι, είσαι απλώς εσύ.
Η ναρκισσιστική αφεντιά σου τρέφεται απ’ το θαυμασμό, απ’ την ενσάρκωση του πιο μοιραίου ρόλου, απ’ την επιδοκιμασία του πλήθους, απ’ τα φώτα των προβολέων. Δεσμευμένος ή ελεύθερος, νέος ή πιο ώριμος, σημασία μεγάλη δεν έχει. Εγκλωβισμένος στο παιχνίδι της αέναης γοητείας τερματίζεις όλες τις πίστες, ακριβώς τη στιγμή που το θύμα προσγειώνεται στη μεθυστική αγκαλιά σου. Και τότε σαν τυχοδιώκτης καπετάνιος σαλπάρεις για θάλασσες ανεξερεύνητες. Κολόμβος, βέβαια, δε βαφτίζεσαι και την Αμερική ποσώς σ’ ενδιαφέρει να επανεφεύρεις. Εξάλλου, κυνηγάς μονάχα την επιβεβαίωση των αλλεπάλληλων χαδιών, την άφθαρτη νιότη του αισθησιασμού.
Πίσω απ’ την επίπλαστη αυτοπεποίθησή σου κρύβεται ένας γυμνός βασιλιάς που χτίζει κάστρα στην άμμο και ξελογιάζει καρδιές στα στέκια της πόλης. Μια τρωτή φύση αναζητά κουβέρτα ζεστή σε φλογισμένες ανάσες κι ένας ανασφαλής ταξιδιώτης γυρεύει απεγνωσμένα λάφυρα που πιστοποιούν την ύπαρξή του.
Σε ματιές όλο υποσχέσεις, σε παραδομένες ψυχές, σε πένες συγγραφικών αριστουργημάτων και σε στίχους μελωδικών τραγουδιών προσεύχεσαι να ξετρυπώσεις την πηγή της αθανασίας. Κι αν το καταφέρεις, στην αιωνιότητα θα ξεδιψάσεις. Μα και πάλι θα σκαλίζεις τον ήλιο τον χρυσό γι’ αυτό το κάτι παραπάνω, για την αποθέωση του πλήθους, για το δυνατό χειροκρότημα των πιστών ακολούθων. Μα, τι κρίμα, θα σου ξεγλιστρά πάντα το λυτρωτικό κούρνιασμα στην αγκαλιά του πλήρους εαυτού σου, αυτού που δε χρειάζεται μια στρατιά από εραστές ή ερωμένες για να νοηματοδοτήσει το πέρασμά του απ’ τον αλλόκοτο κόσμο μας.
Και τώρα με κοιτάς πάλι μ’ εκείνο το βλέμμα του καταραμένου ήρωα. Και μοιάζει σαν να μου ψιθυρίζεις πως αξίζει για μιαν ακόμη κούρσα στο λούνα παρκ της έξαψης να θυσιάσεις τη γαλήνη της αναπνοής. Το σκέφτηκες καλά, ωστόσο;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη