Οι άνθρωποι πρέπει να χωρίζουν. Στοπ. Να χωρίζουν εκείνοι που δεν αγαπιούνται πια κι εκείνοι που δεν αγαπήθηκαν μάλλον ποτέ. Να χωρίζουν όσοι προσπάθησαν πολύ, μα δεν τα κατάφεραν τελικά. Να χωρίζουν όσοι δεν είναι πια ευτυχισμένοι.
Να χωρίζουν εκείνοι που είναι μαζί από φόβο ή συνήθεια. Όσοι αγκαλιάζονται μηχανικά και δεν κοιτιούνται πια στα μάτια. Να ρίξουν τίτλους τέλους όσοι ονόμασαν την πληγή, έρωτα.
Να πάψουν να είναι μαζί όσοι και χώρια θα είναι οι ίδιοι αδιάφοροι άνθρωποι. Να χωρίσουν αν το μόνο που τους κρατάει είναι ένα κοινωνικό στάτους κι ένα δεύτερο μαξιλάρι στο –μεγάλο για έναν άνθρωπο– κρεβάτι τους.
Να χωρίζουν όσοι μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους κάπου μακριά, με κάποια άλλη παρουσία δίπλα τους. Όσοι κάνουν σχέδια μελλοντικά σε πρόσωπο α’ ενικό κι όσοι στο υποθετικό σενάριο ενός αποχωρισμού, δε νιώθουν τον αέρα γύρω τους ξαφνικά να λιγοστεύει.
Να χωρίζουν όσοι δεν αγαπιούνται αμοιβαία. Να βρει το θάρρος να την κάνει αυτός που δίνει συνεχώς, που νιώθει και προσπαθεί για δύο. Ή να βρει το φιλότιμο να πει «Αντίο, δεν ήμουν για εδώ» εκείνος που βολεύτηκε, που γούσταρε να αγαπηθεί, αλλά δεν είχε τα κότσια να αγαπήσει -εκείνη τη στιγμή ή εκείνον τον άνθρωπο.
Να χωρίζουν οι άνθρωποι που είναι μαζί, απλώς γιατί δεν ξέρουν πώς να είναι μόνοι. Μα, να χωρίζουν κι οι άλλοι. Να χωρίζουν εκείνοι που αγαπιούνται απόλυτα και καταστροφικά, όμως ακόμα δεν το ξέρουν ή απλώς δε θέλουν να το παραδεχτούν.
Να χωρίζουν, γιατί οι άνθρωποι είμαστε τόσο μπουμπούνες και, τάχα μου, περίπλοκοι –απλώς μπουμπούνες– που θέλουμε σε όλα τον δύσκολο τρόπο για να καταλάβουμε. Την απουσία για να εκτιμήσουμε την παρουσία, την απώλεια για να καταλάβουμε πόσο ανάγκη είχαμε τη (συν)ύπαρξη. Αντίστοιχα λειτουργούμε και με τη θλίψη και τη χαρά ή ακόμα χειρότερα, με την αρρώστια και την υγεία.
Αδιαφορούμε για όλα μέχρι να τα χάσουμε, να μας τα πάρουν ή απλώς να τα αφήσουμε να μας φύγουν κι ύστερα τρέχουμε να προλάβουμε, πάντα λίγο πριν το τέλος. Πάντα μαθαίνουμε με τον σκληρό τρόπο, όταν πια δεν έχουμε άλλη επιλογή, λίγο πριν μείνουμε μετεξεταστέοι κι ας είχαμε τόσο καιρό να μελετήσουμε την ύλη μας.
Θεωρούμε δεδομένους ανθρώπους κι αισθήματα, γιατί κάποτε είπαμε πως είναι «δικά μας» κι εκείνοι συμφώνησαν. Σίγουροι πως μας ανήκουν, όπως τα ρούχα στην ντουλάπα μας, που μέχρι κι εκεί, δηλαδή, παίζει να στα φάει ο σκόρος αν δεν τα φυλάξεις κι αν δε ρίχνεις καμιά ματιά πού και πού, μην κάνει υγρασία ο πίσω τοίχος -πολλά μπορούν να συμβούν.
Να χωρίζουν οι άνθρωποι που αγαπιούνται, μα δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό, αντιθέτως, τα διαλύουν όλα με ευκολία, με λάβαρά τους έναν βλάκα εγωισμό κι ένα ανόητο πείσμα, που αποκαλούν χαϊδευτικά «αξιοπρέπεια». Να χωρίζουν κι ύστερα με κλάματα κι αναστεναγμούς να καταλαβαίνουν πόσο ηλίθιοι είναι και τι τεράστιο λάθος έκαναν.
Γιατί ο πόνος είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Αυστηρός με κάτι ανώριμα μαθητούδια, όπως το γινάτι, ξέρει να τα βάζει στο τελευταίο θρανίο ή καλύτερα να τους δίνει μια αποβολή κι έξω.
Γιατί τα πιο σπουδαία μαθήματα, μας τα έδωσε η καταστροφή. Η αγάπη εφησυχάζει και συχνά ναρκώνει. Ο πόνος πάλι σε ξυπνάει από λήθαργους, σε ταρακουνάει, σε σοκάρει, σε ωριμάζει∙ σε μαθαίνει να διαχειρίζεσαι καλύτερα τις καταστάσεις και τον εαυτό σου.
Nα χωρίζουν οι άνθρωποι, μήπως έτσι τουλάχιστον καταλάβουν ότι δεν αντέχουν χώρια. Να τρελαθούν τα μυαλά τους, να πονέσουν τα κορμιά τους, να αισθανθούν την έλλειψη. Να χάσουν το κέφι τους και την όρεξή τους, να μπεκρουλιάσουν, μήπως και ζαλίσουν τις φωνές μέσα τους που φωνάζουν πόσο κότες είναι και πόσο σκατά τα έκαναν πάλι.
Να πέσουν επιτέλους απ’ τη φούσκα τους, μήπως χωνέψουν τελικά πως τίποτα και κανείς δεν είναι δικός τους και πως τα πάντα χάνονται σε μία στιγμή∙ εκείνη ακριβώς τη στιγμή που πίστεψαν πως δε χρειάζεται να προσπαθούν πια.
Εύκολα το λες το «Φεύγω!». Ανεβάζεις το volume και δίνεις την παράστασή σου, με όλη τη δραματικότητα που της αρμόζει, ίσως πετάξεις και κάτι, έτσι, για να κάνεις περισσότερο χαμό. Με μια σχετική ευκολία φτάνεις ως την πόρτα. Εδώ αρχίζουν να δυσκολεύουν τα πράγματα, μα τα πραγματικά ζόρια ξεκινάνε όταν την περάσεις.
Περίμενες πως ένα χέρι θα σε σταματούσε κι ας χτυπιόσουν να σ’ αφήσει. Όπως εκείνα τα αντιδραστικά «Άσε με» όταν ήσουν παιδί, μέχρι που μια μέρα ο μπαμπάς σου άφησε όντως το χέρι κι εσύ στα ούτε δύο βήματα, έβαλες τα κλάματα και γύρισες πίσω. Τώρα δε φοβάσαι μη χαθείς, αλλά να μη χάσεις∙ το δέσιμο, τον άνθρωπο, την παρτίδα και το παιχνίδι ολόκληρο.
Κι αν κάνεις πως φεύγεις και δε νιώσεις τίποτα να ξεχαρβαλώνεται μέσα σου, με γεια σου και χαρά σου, συνέχισε το δρόμο σου και σ’ ευχαριστούμε που την έκανες τώρα -γιατί μετά θα έτσουζε παραπάνω, θέμα χρόνου η φυγή.
Αν, όμως, κάτι σπάσει, τρέχα να κολλήσεις τα κομμάτια σου -με την ευχή να μην είναι ήδη αργά.