Απ’ τη μέρα που ήρθαμε στον κόσμο γίναμε μακράν σημαντικότεροι από οποιοδήποτε αγαθό κι οποιαδήποτε προτεραιότητα των γονιών μας. Εκείνων που μας έδωσαν ζωή και που φρόντισαν να μη μας λείψει τίποτε. Από παιδεία, αρχές και κανόνες που ξέραμε πως θα εφαρμόσουμε και στις δικές μας οικογένειες μελλοντικά.

Οι βαθμοί δυσκολίας καθώς μας μεγάλωναν ανέβαιναν μαζί με το επιπλέον κεράκι της τούρτας που σβήναμε κάθε χρόνο. Κάθε χρονιά μας άλλαζε απότομα αναζητώντας διαφορετικά πράγματα καθώς περνούσε ο καιρός.

Η πρώτη μας μέρα στο σχολείο ήταν πιο τρομακτική και από ταινία θρίλερ. Τους κρατούσαμε το χέρι και τα βράδια δεν κλείναμε μάτι αν δεν παίρναμε το φιλί εκείνης της καληνύχτας, που μας γκρέμιζε κάθε φόβο που έπλαθε η φαντασία μας. Οι αγκαλιές ήταν άπειρες και το κάθε κλάμα μας έσβηνε στον δικό τους ώμο, παρέα με τη χνουδωτή κουβέρτα που αγαπήθηκε απ’ τη πρώτη στιγμή. Τα δάκρυα που ρίχναμε ήταν για λόγους αστείους τις περισσότερες φορές. Απ’ το γόνατο που σκίσαμε καθώς παίζαμε μπάλα, μέχρι που έκλεψαν την αγαπημένη κούκλα της σπάνιας συλλογής, που τόσο λατρεύτηκε.

Εύκολα χρόνια τότε για τους σούπερ ήρωες γονείς μας. Η αντοχή τους στην αϋπνία χτυπούσε κόκκινο κι όταν τους θυμώναμε, μας πλήγωναν τόσο, όταν μας έπαιρναν τα παιχνίδια για τιμωρία. Δύσκολο αρκετά να διαχειριστείς ένα παιδί, πόσο μάλλον να ελέγξεις μια ολόκληρη οικογένεια. Μα ακόμα δε φτάσαμε στα δύσκολα και το γνωρίζουμε όλοι αυτό.

Βλέπεις, τρυπώνει πολύ ύπουλα η εφηβεία. Εκείνη η άτιμη εφηβεία. Η οποία έχει τη δυνατότητα είτε να σου φτιάξει τη ζωή ανάλογα με το κάθε σωστό βήμα που θα κάνεις είτε να σε καταστρέψει πριν ακόμα κλείσεις τα είκοσι.

Στις περισσότερες περιπτώσεις χάνεται το ενδιαφέρον για διάβασμα, γιατί η ώρα που θα πας για καφέ με την παρέα είναι πιο αναγκαία. Πιο σημαντικό είναι να καλλωπιστείς για να βγεις στο κλαμπ που πηγαίνει το άτομο που σ’ ενδιαφέρει παρά να χώσεις τα μούτρα σου σε κάνα βιβλίο.

Για να καλύψεις τις επιθυμίες αυτές γίνεσαι καλύτερος ψεύτης κι απ’ τον Πινόκιο κι απομακρύνεσαι επικίνδυνα απ’ τους δικούς σου. Τα τηλεφωνήματά τους έγιναν ξαφνικά εκνευριστικά κι οι φορές που έκρυψες ότι δεν πήγες σχολείο δεν ήταν και λίγες. Πόσα ψέματα είπαμε όλοι μας; Δεν τους λυπήθηκες ούτε για μία τόσο δα στιγμή. Ο εγωισμός σου και το πείσμα σου σε έφτασαν σε σημείο που ούτε να τους μιλήσεις δεν ήθελες. Τραγικό;

Κι όπως γνωρίζεις, αργότερα αλλάζουν οι ρόλοι. Το σενάριο που παρέμενε ίδιο τόσα χρόνια, πήρε πια άλλη μορφή. Τώρα τα δάκρυα που έπεφταν ανήκαν σ’ αυτούς, που πλέον δεν έκλεισαν μάτι, γιατί ήσουν εξαφανισμένος όλη νύχτα. Έτρεμαν από φόβο μη δε γυρίσεις ποτέ. Γύρισες, εννοείται. Μόνο που ήσουν τυφλά απ’ το ποτό και με το ζόρι έσερνες τα πόδια σου -πόσο μάλλον τα τακούνια σου, που δεν είχες ιδέα πώς περπατιούνται.

Ο κόσμος πλέον σου ανήκε, ήταν όλο δικός σου και δε θ’ άφηνες κανέναν να μπει εμπόδιο στη ζωή που αποφάσισες να αρπάξεις απ’ τα μούτρα. Τα ήξερες όλα και δε ζήτησες ουδεμία συμβουλή, ούτε αποκάλυψες τις απορίες για τα ερωτικά σου. Αυτά τα ερωτικά, που έκαναν το στομάχι σου να αποκτήσει όλα τα είδη πεταλούδων.

Και να σου οι πρώτοι έρωτες, οι οποίοι ήταν συνοδευμένοι από κλάματα αργά τη νύχτα μπροστά από μια οθόνη, από εκείνη την πατάτα που είχες για κινητό εκείνη την εποχή. Και να σου εκείνη η πρώτη φορά. Που σε έκανε να μετανιώσεις την επόμενη μέρα για τη μαλακία που έκανες. Οι παρέες σου, ήταν η παρηγοριά σου κι ας χάθηκες μετά γιατί είδες ότι με τους περισσότερους δεν ταίριαζες. Είδες φίλους να παίρνουν την κάτω βόλτα παρατώντας τα πάντα και ξεπερνώντας τα όρια που είχες βάλει στη λίστα των απαγορευμένων.

Και τώρα κοιτάς πίσω. Κι εντυπωσιάζεσαι με τις αναμνήσεις που έφτιαξες. Άλλες όμορφες, άλλες όχι τόσο. Και το μόνο που σκέφτεσαι απ’ όλα αυτά είναι ο φόβος που προκάλεσες τότε. Μην αλλοιωθείς, μη χαλάσεις τα όνειρα που χτίστηκαν καθώς μεγάλωνες. «Μεγάλωσα, μάνα», λες. «Συγγνώμη, πατέρα», συνεχίζεις. Γιατί όσο έκανες το κέφι σου και έβλεπες τη κατάσταση τόσο ρόδινη, υπήρχαν άνθρωποι που τους έκοβες τη μισή ζωή.

 

Συντάκτης: Λώρα Καρδακάρη-Καββαδία
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη