Ο Πέτρος Ελευθερίου μας εμπιστεύτηκε την ιστορία του για να την κάνουμε διήγημα! Μια αποκλειστική και προσωπική eBook έκδοση για να μείνει ο έρωτάς σας στην αιωνιότητα.
Your Stories Exclusive: Κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό δώρο.
Απόκτησε σήμερα το δικό σου εδώ.
Άκου τώρα να δεις τι γίνεται. Είναι δυόμιση το βράδυ κι εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο, πέρα από σένα. Βασικά, ένα γαμήδι μήνα τώρα, που μου είπες πως θα φύγεις, δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που μπορώ να σκεφτώ, ή θέλω, εκτός από σένα.
Ίσως τώρα να φταίει που δε μιλάμε και τόσο, ίσως να θέλω κάπου να ξεσπάσω, ίσως τελικά απλά τα λόγια να μην είναι και τόσο κακή ιδέα όταν κάθε πράξη έχει αποτύχει. Δε μου αρέσει να γκρινιάζω, το ξέρεις αυτό, βασικά όλα τα ξέρεις για μένα, γαμώτο, γι’ αυτό κι έχω μείνει μαλάκας να μην ξέρω από πού να πιαστώ και σε ποιον να μιλήσω. Τραγική η κατάστασή μου.
Που λες, αφού λοιπόν ξεκίνησα, θα το πάω μέχρι το τέλος. Γιατί η αρχή ούτως ή άλλως, ήταν πραγματικά τραγική εμπειρία. Δεν έχω αντιπαθήσει περισσότερο άνθρωπο νομίζω στον πλανήτη, έτσι, με το «καλημέρα». Ήσουν τόσο ντίβα, τόσο ηλίθια βαλμένη στη φούσκα σου, με τη μύτη στο ταβάνι, ειλικρινά πίστεψα πως δεν μπορείς καν να κοιτάξεις στην ευθεία. Εκνευριστική κι ενοχλητικά πολυλογού, δεν το βούλωνες το ρημάδι κι εγώ έπρεπε να σε ανέχομαι γιατί γαμώ το κέρατο, είχαμε κοινή παρέα. Δε στο έχω πει ποτέ, οπότε τώρα θα το μάθεις. Σε σιχαινόμουν, μου την έσπαγε ακόμα κι ο τρόπος που κρατούσες τον καφέ σου, με το διπλό ποτηράκι, μην τυχόν και καούν τα δαχτυλάκια της πριγκίπισσας.
Κι εγώ στην έσπαγα, το ξέρω, μην προσπαθήσεις καν να μου πεις το αντίθετο. Μισιόμασταν γενικώς, ή έτσι νομίζαμε, τα τούβλα. Είχα σκεφτεί ν’ αλλάξω παρέα, γειτονιά, να μην ξανασχοληθώ με την παρτάρα σου, αλλά, τι να σου πω. Με έψησες. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω γιατί, μπορώ μόνο να σου πω πότε το κατάλαβα.
Ήταν εκείνη η μέρα που είχαμε πάει για καφέ, δεκαπέντε άτομα, δεύτερο έτος, να πιάνουμε, όπως πάντα, όλο το μαγαζί. Κι εσύ, τι έκπληξη, είχες αργήσει, σε φάση που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε. Και τότε μπήκες μέσα, μούσκεμα απ’ τη βροχή, γιατί ήσουν τόσο ηλίθια που ενώ έβρεχε τρεις μέρες, δεν έλεγες να αγοράσεις μια ομπρέλα. Ήσουν απεριποίητη, τα μαλλιά σου έπεφταν βρεγμένα παντού, δε θέλω να ξέρω καν μέχρι πού είχε χωθεί το νερό. Αλλά, ρε φίλε, φώτισε ο τόπος. Το ξέρω ότι είναι κλισέ, το ξέρω ότι μοιάζει ταινία, αλλά κάπως έτσι δεν την πατάμε όλοι; Όταν πέρα από κάθε συνήθεια έρχεται ένα δευτερόλεπτο που σου θυμίζει ταινία του θεού του Γούντι Άλλεν και μαλακώνεις πιο πολύ κι από χλαπάτσα.
Δεν το ‘χω πολύ με τα ρομαντικά, αλλά θα στο πω εδώ που φτάσαμε, έτσι κι αλλιώς είμαι τύφλα αυτή τη στιγμή που σου γράφω. Εκείνη τη στιγμή, σε εκείνο ακριβώς το δευτερόλεπτο που εσύ ήσουν βρεγμένη, ανίδεη και χαμογελαστή, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που εσύ δεν είχες ιδέα, εγώ ρε φίλε, σε ερωτεύτηκα. Έτσι με το, «γεια, παιδιά», έγιναν τα νεύρα κάτι άλλο και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο εκτός απ’ το να σε φιλήσω.
Κοπέλα μου, μου έχεις αλλάξει τη ζωή, το καταλαβαίνεις; Μου έχεις πειράξει το τι με συγκινεί, το τι θέλω, το τι νιώθω ότι χρειάζομαι για να είμαι καλά. Χωρίς να το ξέρεις καν, χωρίς να χρειάζεται να το προσπαθήσεις. Έτσι, για τον τρόπο που περπατάς, για το πώς λες ένα κακό αστείο κι ακούγεται κάπως καλύτερο, για το πώς κάθεται το νερό πάνω σου όταν βρέχεσαι. Για το πώς μου ταράζεις το μυαλό, όταν εγώ προσπαθώ να το κοιμίσω.
Τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε, που εγώ κι εσύ το παίζουμε φίλοι ενώ ξέρουμε πολύ καλά κι οι δυο ότι δεν είμαστε. Ενώ σε κοιτάζω και με κοιτάζεις και ξέρεις πως υπάρχει κάτι άλλο, πως θέλουμε να κρυφτούμε σε μια γωνιά και να ξεχάσουμε ότι υπάρχει πλανήτης. Κι ας υπάρχει άλλος. Κι ας υπάρχει στοπ, λες κι υπήρχε ποτέ κάτι διαφορετικό με μας.
Και ξέρεις κάτι; Ήμουν καλά με αυτό, ήμουν οκ, εκείνος στο Λονδίνο, εσύ εδώ κι εγώ, να παλεύω να γίνω ό,τι σιχαίνομαι, να το παίξω άντρας με κώδικα τιμής, να μη φάω του άλλου την γκόμενα, που την έχω ερωτευτεί πιο πολύ κι από οξυγόνο. Που κοιμάμαι τα βράδια στο μισό εκατοστό της και παλεύω με όλο μου το σώμα να μην την ακουμπήσω. Ναι, αυτό κάνω, δεν το ήξερες; Κι εσύ το ίδιο κάνεις, κάθε γαμημένη φορά που μ’ αγκαλιάζεις. Και τώρα τι; Σηκώνεσαι και φεύγεις. Σηκώνεσαι και φεύγεις και πού πας; Στο Λονδίνο λες, για σπουδές, για δουλειά, ούτε που με νοιάζει.
Έρχεσαι και μου λες με δάκρυα στα μάτια ότι φεύγεις. Έτσι απλά. Κι εγώ, το ίδιο απλά, πρέπει να το δεχτώ. Γιατί είσαι δική του, γιατί είσαι δική σου, σίγουρα όχι δική μου. Γιατί είμαι μαλάκας και μικρός και δε στο είπα τόσες φορές που είχα την ευκαιρία. Γιατί θεώρησα πως ο χρόνος θα μας φτάσει, πως θα είμαστε οκ, πως κάποια στιγμή, απλά δε θα είναι τόσο δύσκολο. Είναι τρεις παρά πια κι εσύ πετάς στις εφτάμιση. Οι μαλακίες τελείωσαν. Μαζί κι οι δικαιολογίες, κι οι λέξεις, και το ποτό μου επίσης. Οπότε θα σηκωθώ, τύφλα, θυμωμένος, απόλυτα δικός σου και θα ‘ρθω να σε βρω. Θα έρθω να σε φιλήσω, να σου πω να μείνεις, να σου πω να διαλέξεις εμένα, γιατί έτσι.
Γιατί είναι εγωιστικό, γιατί είναι ανώριμο κι επικίνδυνο, μα είναι αυτό που θέλω. Και βαρέθηκα να ντρέπομαι για όλα όσα θέλω. Σε πέντε λεπτά, θα βρίσκομαι έξω απ’ το σπίτι σου. Σε πέντε λεπτά, θα σου πω ότι σ’ αγαπάω. Κατέβα.