Κάποιες μέρες πριν, ήμουν μέσα στο λεωφορείο. Οδηγούσε ένας -κατά τ’ άλλα- γλυκύτατος κύριος, μέχρι που πέσαμε σε κίνηση. Αφού κατέβασε, λοιπόν, τον εξάψαλμο προς κάθε ενδιαφερόμενο, έτσι χωρίς διακρίσεις, πήρε ο γλύκας τη μανούλα του τηλέφωνο για να γκρινιάξει. Σημειωτέον, το αγόρι μας έπιανε σχεδόν τα εξήντα.
Όσο κωμικοτραγικό κι αν μου φάνηκε το σκηνικό που μόλις είχα παρατηρήσει, δεν μπορούσα παρά να επιβεβαιώσω, μη σου πω και να προσυπογράψω, την πράξη του αυτή. Γιατί όσο και να μεγαλώσεις, πάντα θα παίρνεις τηλέφωνο τη μάνα σου για να γκρινιάξεις, όλοι το ξέρουν αυτό.
Δεν είναι περίεργο, δεν είναι καν αξιοσημείωτο. Είναι μια πραγματικότητα κι όλοι οφείλουμε να το παραδεχτούμε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσιολογικό απ’ το να τρέχεις στη μάνα σου για οτιδήποτε σε ενοχλεί και θες κάπως να το εκτονώσεις. Κι αν δε με πιστεύεις, θα σου εξηγήσω ευθύς αμέσως γιατί.
Αρχικά, η μάνα σου δεν πρόκειται ποτέ, μα ποτέ, να σου παραδεχτεί ότι έχεις άδικο. Ό,τι και να της εξιστορήσεις, ό,τι και να της αραδιάσεις, σ’ εκείνη πάντα θα λειτουργεί αυτό το ένστικτο της προστασίας του μικρού της και θα γίνεται λέαινα σωστή για να σε υπερασπιστεί. Προφανώς και μέσα της θα μπορεί να διαχωρίσει εάν φταις ή όχι και πού. Μα δεν πρόκειται να σου φανερωθεί σχεδόν ποτέ.
Θα σε κανακέψει και θα θυμώσει με όλους και με όλα. Θα φωνάξει για όλη την αδικία του κόσμου, γιατί αυτή δε σε κουβαλούσε εννιά μήνες στην κοιλιά της κι έκανε τόσες θυσίες για να σε μεγαλώσει, για να σε στεναχωρεί ο κάθε τυχάρπαστος. Η μανούλα θα μπει μπροστάρης σε οτιδήποτε μπορεί ποτέ να πληγώσει το βλαστάρι της και μη σου πω ότι το θεωρεί και χρέος της.
Δεν έχει σημασία που ο ομφάλιος λώρος κόπηκε λίγες στιγμές αφού σε γέννησε. Δεν έχει καν σημασία που απογαλακτίστηκες μετά από τα δύο – άντε τρία με το ζόρι – πρώτα χρόνια της ζωής σου. Ας μη μιλήσουμε για αργότερα που ενηλικιώθηκες, που μπορεί και να παντρεύτηκες κι αυτή να έχει ήδη δει τα πολυπόθητα εγγονάκια. Αυτά δε μετράνε ποτέ στα μάτια μιας μάνας κι όσο και να σε εκνευρίζει αυτός ο υπερπροστατευτικός κλοιός που αντί να χαλαρώνει όσο μεγαλώνεις, σφίγγει περισσότερο, τον εκμεταλλεύεσαι δίχως άλλο όταν υπάρξει ανάγκη.
«Τι δέκα, τι τριάντα, τι εξήντα;», θα πεις και θα δικαιολογηθείς στον εαυτό σου αλλά και σ’ όλους τους υπόλοιπους. Και τι πειράζει δηλαδή που τρέχεις στη μαμά σου για να κλαψουρίσεις; Τι είσαι κανένα μαμμόθρεφτο; Όχι βέβαια. Αλλά η φράση «αν δεν τα πεις στη μανούλα, σε ποιον θα τα πεις;» έχει μπολιάσει τόσο καλά μέσα σου που αδιανόητο θα σου φαινόταν κάτι αντίθετο απ’ αυτό.
Γιατί η μαμά θα σε καταλάβει, θα σου χρυσώσει και λίγο το χάπι κι αυτό το πολυπόθητο χάδι που θα έρθει μετά είναι βάλσαμο για κάθε πόνο – από τους πιο μικρούς μέχρι αυτούς τους αβάσταχτους. Γιατί μπορεί εκείνη να σε βλέπει σαν παιδί πάντα κι ας αλλάζεις συνεχώς, μα κι αυτή στα μάτια σου δε θα αλλάξει ποτέ. Θα είναι πάντα η μαμά, αυτή η υπερπροστατευτική, η σπαστική μερικές φορές ή η ανυπόφορη κάποιες άλλες. Μα θα είναι πάντα το στήριγμα το κρυφό, η γλυκιά κουβέντα, η σφιχτή αγκαλιά και το φιλί στο μέτωπο, το πιο τρυφερό.
ΥΓ. Για σένα που μας αγαπάς όσο τίποτα κι ας σε ταλαιπωρούμε. Σ’ αγαπάω.