Πέρασε καιρός από τότε. Και τώρα πια είσαι μια ανάμνηση. Λένε βέβαια ότι η μνήμη είναι επιλεκτική και συνήθως ξεχνά τα άσχημα και κρατά τα όμορφα. Κάπως έτσι κι εγώ. Σίγουρα δεν τα ξέχασα όλα, μα τα έβαλα κάπως στην άκρη. Από θυμό δεν μπόρεσε ποτέ κανείς να ξεχάσει. Όμως όλα αυτά τα όμορφα που ζήσαμε μαζί, τα κρατάω σε ένα ντουλαπάκι της ψυχής μου, κλειδωμένα. Και τα φυλάω καλά.
Κάπου εκεί είναι όλα όσα ζήσαμε εμείς οι δυο. Οι στιγμές που μας χάρισαν έρωτα, χαμόγελα κι αναμνήσεις. Κι αν είναι κάτι που θα κρατήσω από εσένα, θα φροντίσω να είναι κάτι πολύ δυνατό. Το χαμόγελό σου, για παράδειγμα, το γέλιο σου. Τίποτα πιο δυνατό κι αποδυναμωτικό απ’ το χαμόγελό σου, αγάπη μου.
Κι ήταν αυτό που ερωτεύτηκα και πρώτο σε σένα. Γιατί μου χάριζες το γέλιο σου σε μικρές δόσεις ευτυχίας. Κι όπως είναι φυσικό, ήταν και το πρώτο που μου έλειψε από σένα. Μου έβγαζε μια άμεση οικειότητα, ακόμα κι όταν δε σε γνώριζα τόσο καλά. Άπειρα σε ομόρφαινε, κι εγώ στιγμή δεν έχανα να στο υπενθυμίζω και να βλέπω τα μάτια σου να λαμπυρίζουν έπειτα.
Αυτό το άτιμο το χαμόγελο, μου έλεγε όσα εσύ δεν τολμούσες να ξεστομίσεις. Αυτά που μας κράτησαν και μαζί. Τα αστεία μας στις 3 το ξημέρωμα. Το γέλιο μου με ό,τι πιο βλακώδες μου έλεγες, τα πειράγματα, τα μούτρα που μου κρατούσες μετά και τα γαργαλητά που με οδηγούσαν στην απελπισία. Έτσι όμορφα γελούσαμε. Γελούσαμε συνέχεια, πιο πολύ απ’ ό,τι μιλούσαμε για σοβαρά και βαρύγδουπα γεγονότα. Η ζωή είναι μια πλάκα κι εμείς δεν είμαστε αυτοί που θα την έπαιρναν στα σοβαρά.
Και δεν είχαμε πολλά κοινά. Ίσως κι ελάχιστα. Μαλώναμε κάθε μέρα. Για το καθετί. Απ’ το γιατί δεν πήγα σουπερμάρκετ έως πού θα περνούσαμε το βράδυ μας μια νύχτα Σαββάτου. Και θυμώναμε σαν μικρά παιδιά. Μα είχαμε κοινό το χιούμορ μας και με αυτό όλα τα ξεπερνούσαμε. Κι αυτό δεν το ‘λεγες μπλακ, για κανένα λόγο. Τι μπλακ δηλαδή, το δικό μας ήταν λίγο μοβ ή και λιλά. Ξέρεις, χωρίς κανένα νόημα, χρωματιστό κι αισιόδοξο, κάτι εντελώς, πώς να το πω, δικό μας.
Κι αυτό συνέθετε με μελωδίες χαράς, την κοινή ζωή μας. Κάποια χρόνια που πέρασαν γεμάτα κραυγές ευτυχίας, δεν μπορούν παρά να επισκιάσουν ό,τι άσχημο κι αν ζήσαμε αργότερα. Και πώς να μη συνέβαινε αυτό, αφού όσα κι αν είχαμε διαφορετικά, ξέραμε πώς να περνάμε καλά μαζί. Να διασκεδάζουμε με ό,τι πιο μεγάλο αλλά κι ασήμαντο.
Γελούσαμε καλά μαζί, αυτό ήταν το μυστικό μας. Και δεν αφήναμε κανέναν σοβαροφανή κι επιφανειακό να μας διαλύσει την ονειρεμένη άποψή μας για τη ζωή. Την παιδαριώδης θα έλεγα. Αλλά ποιος θα τολμούσε κιόλας. Η ευτυχία, όσο καλά και να θες να την κρύψεις, δεν κρύβεται, αγάπη μου. Ξεπροβάλλει και βροντοφωνάζει την παρουσία της. Γι’ αυτό δε θέλησα στιγμή να προσποιηθώ το οτιδήποτε. Αληθινή παρέμεινα, όσο και τα ειλικρινή χαμόγελα που σου χάριζα, ανελλιπώς.
Και δε θα σου πω ψέματα ούτε θα σε ζαλίσω με ανωτερότητες, που όλοι λέμε και κανείς δεν πιστεύει. Δε θέλω κανείς και τίποτα να αντικαταστήσει όσα χαμόγελα ανταλλάξαμε, ούτε όσους καβγάδες προσποιηθήκαμε για να ξεσπάσουμε έπειτα σε φιλιά, ούτε όσα βράδια συνειδητοποιούσαμε τι όμορφη ζωή περνούσαμε μαζί.
Σου εύχομαι, λοιπόν, με όση ειλικρίνεια καταφέρνω να ξεθάψω απ’ τις κοινές μας αναμνήσεις, να μην ξαναβρείς άνθρωπο που να κουμπώσεις τόσο καλά, σε τέτοια λεπτά και σημαντικά σημεία, όσο με μένα. Εύχομαι να ευτυχήσεις και μακριά μου, δε θα υπάρξω μοχθηρή με σένα ποτέ ούτε και μελοδραματική. Απλά δε θέλω να δέσεις με τέτοιο τρόπο ξανά με κανέναν. Απόλυτη ναι, μα κι απόλυτα ειλικρινής.
Και ξέρω, δεν είναι καθόλου τιμητικό ούτε για μένα που το λέω ούτε καν για σένα που υπήρξες μαζί μου. Μα αν αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κρατήσω από σένα τώρα πια, ναι, το θέλω όλο δικό μου. Έτσι αληθινοί όπως υπήρξαμε, έτσι αληθινοί θα τελειώσουμε εμείς οι δύο. Θα τα κρατήσω όλα για εμένα, όπως έκανα από μικρή, μέχρι να με πείσεις ότι η ευτυχία μας αντικαταστάθηκε. Γιατί αν πραγματικά τη βρεις μακριά μου, στη χαρίζω. Στη χαρίζω, μαζί με ό,τι «μοβ» ανέκδοτο ανταλλάξαμε.
Να περνάς καλά, και πάντα να χαμογελάς πολύ. Σου πάει η ευτυχία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη