Έπρεπε να εμφανιστείς εσύ τελικά για να καταλάβω εκείνο το στίχο που τραγουδάει η Πρωτοψάλτη με τόσο κέφι. Όλες οι κακές συνήθειες μαζεμένες σε μία φράση και πώς γίνεται να της δημιουργούν τόση χαρά, δεν μπορούσα να καταλάβω.
Συνήθεια νούμερο ένα, λοιπόν: ο καφές. Κάθε πρωί μου ανοίγει τα μάτια και με οπλίζει με υπομονή και ψυχραιμία για να ξεκινήσω τη μέρα μου. Πολλά μεσημέρια κι απογεύματα φροντίζει να με κρατήσει ξύπνια για λίγο ακόμα να βγάλω τη μέρα κι ας θέλω να παραδώσω πνεύμα κάπου στη μέση της. Όπως και να ‘χει τον καφέ μου τον απολαμβάνω και καθόλου αναγκαστικά δεν τον πίνω. Μ’ αρέσει η γεύση του, τον αγαπώ και γι’ αυτούς τους λόγους κυρίως τον χρειάζομαι. Αποτελεί, άλλωστε, συχνά αφορμή για σκασιαρχείο απ’ τη δουλειά, αφορμή για να βρεθείς στον ελεύθερο χρόνο σου με φίλους. «Πάμε για καφέ να τα πούμε», λέμε πάντα, όχι «Πάμε για πορτοκαλάδα».
Συνήθεια νούμερο δύο: το τσιγάρο. Ρώτα εμένα ή οποιονδήποτε άλλο καπνιστή να σου περιγράψει την αίσθηση του αναμμένου τσιγάρου που κρατάει στο χέρι που συνοδεύεται μ’ ένα ωραίο φλιτζάνι καφέ. Είναι στιγμή αγαπημένη της ημέρας, στιγμή ιερή σχεδόν. Κι ας μου λένε κι ας φωνάζουν πως το τσιγάρο πρέπει να το κόψω κι ας συμφωνώ εγώ κάθε φορά που το ακούω, στην πραγματικότητα αυτή τη συνήθεια, όσο άσχημη κι αν είναι, εγώ τη γουστάρω.
Έχοντας, λοιπόν, ήδη δύο κακές συνήθειες στην καθημερινότητά μου, έρχεσαι εσύ, άνθρωπέ μου, να γίνεις η τρίτη; Ο καφές πειράζει στα νεύρα, το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία και για σένα, που έχεις γίνει η λαχτάρα μου, δε μιλάει κανένας. Για την καψούρα γιατί δεν έχει κανείς τίποτα να πει, που είναι η πιο κακή συνήθεια απ’ όλες κι η πιο καταστροφική; Για να καταλάβεις, ήρθες στη ζωή μου, έγινες απαραίτητος κι έδωσες άλλη αξία στις δύο προηγούμενες συνήθειές μου. Τώρα συνοδεύεις εσύ με φιλιά κι αγκαλιές το τσιγάρο με τον καφέ μου κι εγώ δίχως να χάνω χρόνο, απολαμβάνω και τις τρεις ταυτόχρονα.
Θα έπρεπε να έχω θορυβηθεί κανονικά, θα έπρεπε να έχω αρχίσει ν’ αγχώνομαι, αλλά αντί γι’ αυτό συνεχίζω να το παίζω αδιάφορη. Κάτι ανάμεσα σε μικρό σπίτι στο λιβάδι και πνεύμα των Χριστουγέννων, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσω για να σου δώσω να καταλάβεις για τι ζημιά μιλάμε. Γελάω, χορεύω, τραγουδάω κι έχω και τους γύρω μου ν’ αναρωτιούνται αν παίρνω ψυχοφάρμακα.
Καψούρα λέγεται, παιδιά, κι είναι ό,τι καλύτερο κι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί. Απ’ τη μία παράδεισος γιατί πετάς στα σύννεφα απ’ την πολλή σου τη χαρά και τον ενθουσιασμό. Έχεις αυτό το χαζοχαρούμενο ύφος καρφωμένο στο πρόσωπό σου όλες τις ώρες της ημέρας, ακόμα κι όταν δεν αρμόζει στις περιστάσεις. Απ’ την άλλη κόλαση, γιατί δε συνειδητοποιείς ότι σιγά-σιγά εσύ εξαρτάσαι από αυτή σου τη λαχτάρα. Μέρα με τη μέρα εθίζεσαι όλο και περισσότερο κι αυτός ο εθισμός είναι τόσο μα τόσο γλυκός, που έτσι γλυκά μπορεί να σε καταστρέψει κιόλας ανά πάσα στιγμή.
Κοίτα να δεις που μάλλον πρέπει ν’ αρχίσω να πανικοβάλλομαι, γιατί αυτή η κακή συνήθεια, που έβαλα στη ζωή μου τώρα τελευταία, δεν τελειώνει όποτε θέλω εγώ, δυστυχώς, αλλά όποτε θέλει εκείνη. Τελειώνει τη μέρα που εσύ θ’ αποφασίσεις ότι βαρέθηκες, ότι δε θέλεις να περνάς άλλο χρόνο μαζί μου κι εγώ θα μείνω με τη λαχτάρα για σένα, να θυμάμαι τον καφέ που πίναμε και τα τσιγάρα που καπνίζαμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Με λίγα λόγια σκέτος πανικός.
Θα μου πεις βέβαια, εσύ, θα πανικοβληθείς πριν καν συμβεί;
Και θα σου δώσω την απάντησή σου. Φυσικά κι όχι. Δε χαίρεται ο άνθρωπος τόσες πολλές φορές στη ζωή του και σε κάθε ευκαιρία που του προκύπτει, φροντίζει να τη ζει στο έπακρο. Θα τη ζήσω την καψούρα μου μέχρι το τέρμα λοιπόν κι όπου με βγάλει. Είναι καλύτερα έτσι, τις κακές συνήθειες που δεν μπορείς να κόψεις να τις απολαμβάνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη