Γράφει η Ιωάννα. 

 

Κάπου γύρω στα μεσάνυχτα καθόμουν μπροστά στο τζάκι με τόση χαρά. Πήρα την αγαπημένη μου πολυθρόνα και την τοποθέτησα μπροστά απ’ τη φωτιά τόσο όσο. Ίσα να μπορώ να κοιτάω τα ξύλα που καίγονται κι η φωτιά να μη χτυπάει δυνατά στο πρόσωπό μου. Η εικόνα αυτή συνοδεύτηκε με όλα τα απαραίτητα. Κουβέρτα ριγμένη στους ώμους, απαλή μουσική κι ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί. Ένα κόκκινο βαθύ, μυστήριο και παράξενο.

Συντροφιά, λοιπόν, με αυτή την ονειρική στιγμή κοιτούσα τα χρώματα. Το χρώμα απ’ το κρασί, το χρώμα των ξύλων και το χρώμα της φωτιάς. Προσπάθησα να σε τοποθετήσω σε ένα απ’ αυτά. Το κόκκινο, όπως είπα, ήταν πολύ βαθύ αλλά και πολύ σκούρο, με αποτέλεσμα να μην ταιριάζει σ’ αυτό που είχα στο μυαλό μου για ‘σένα.

Το χρώμα των ξύλων ήταν καφέ και κατέληγε μαύρο απ’ τη στάχτη που είχε γύρω-γύρω. Το μαύρο δε σου πάει με τίποτα. Και το χρώμα της φωτιάς ήταν αυτό το πορτοκαλοκίτρινο που δε μου αρέσει και τόσο. Γιατί εκεί που μοιάζεις σαν ήλιος, παίρνεις τη μορφή ενός εγωπαθή που θέλει να καίει και να κάνει στάχτη οποιοδήποτε αντικείμενο.

Δεν είσαι ούτε ένα κόκκινο ικανό να σχηματίσει έναν έντονο λεκέ ούτε ένα μαύρο που σκοτεινιάζει τοπία και πρόσωπα, αλλά ούτε και το χρώμα της φωτιάς που σε οδηγεί να καις όμορφα πράγματα.

Για μένα είσαι το μπλε. Το μπλε της θάλασσας και του ουρανού. Το μπλε σε όλες του τις εκδοχές. Σκούρο, ανοιχτό, γαλάζιο. Γιατί το χρώμα αυτό το έχω συνδυασμένο με την κίνηση, την αρμονία και τη γαλήνη. Είναι σύμβολο της εμπιστοσύνης και της ελευθερίας. Κι όλα αυτά είσαι εσύ για μένα.

Μου δίνεις κίνηση. Δε σταματάς ποτέ να με εκπλήσσεις. Δε σταματάς ποτέ να αποτελείς το σημείο εκκίνησής μου. Ξεκινάω από ‘σένα να τρέχω, να περπατάω, να παίρνω αποφάσεις. Είσαι η δύναμή μου κι η αφορμή για να προσπαθώ κάθε μέρα να πετύχω όσα περισσότερα μπορώ. Δεν μπορώ να είμαι αδρανής κάθε φορά που ξέρω πως θα ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού και θα με πάρεις αγκαλιά.

Για ‘μένα είσαι η αρμονία μου κι η ζεστασιά μου. Το μπλε με οδηγεί σε αυτές τις λέξεις. Γιατί σκέφτομαι την αρμονία που βγάζει η θάλασσα όταν κινείται χωρίς κύματα. Τη ζεστασιά που βγάζει όταν δεν είναι άγρια. Είσαι η γαλήνη που βγαίνει από δύο γαλάζια μάτια. Η γαλήνη που βγαίνει απ’ τα δικά σου μάτια. Τα γαλάζια με λίγο γκρι. Πανέμορφα και σπάνια.

Σε εμπιστεύομαι κι είμαι ευγνώμων που με εμπιστεύεσαι κι εσύ. Η εμπιστοσύνη είναι αμοιβαία και με κάνεις να ονειρεύομαι. Δε βλέπω πουθενά θλίψη μαζί σου. Με αγαπάς και με αφήνεις ελεύθερη. Δε με περιορίζεις, δε μου βάζεις όρια για το πώς να νιώσω για σένα. Αλλά κυρίως μαζί σου είμαι όπως όταν είμαι μόνη μου. Και γι’ αυτό νιώθω ελεύθερη. Ελεύθερη να φανερώσω τον πιο άσχημο, αλλά και τον πιο όμορφο εαυτό μου. Κι εσύ με τραβάς απ’ τον πρώτο για να με πας στον δεύτερο.

Είσαι το δικό μου μπλε. Εκείνο που κυριαρχεί στα ρούχα μου, που ξεχωρίζει ως λεπτομέρεια στα μαύρα μου παπούτσια, που όταν κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο στρέφομαι στον ουρανό και το θαυμάζω. Είσαι το μπλε που κυριαρχεί στα μάτια σου, που λατρεύουν όσοι αγαπούν τη θάλασσα.

Αντικατοπτρίζεις εκείνη την εκδοχή του μπλε που υπάρχει στα κοσμήματά μου, στο μπρελόκ που έχω στα κλειδιά μου, αλλά και το χρώμα που έχει το αυτοκίνητό μου και ταξιδεύω μαζί του παντού.

Είσαι ένα μπλε που όταν είναι σκούρο δείχνει ένα βαθύ δεσμό κι όταν είναι ανοιχτό παρουσιάζει μια λάμψη. Αυτό είσαι για μένα. Ένας φίλος με μπλε μάτια, ένας σύντροφος με μπλε ασπίδα, ένας άντρας με μπλε καρδιά.

Η καρδιά σου αυτή γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο να με πλησιάζει, να με προστατεύει, να με αγγίζει. Ξέρεις πώς να με νοιάζεται. Όταν νυχτώνει με τοποθετείς με τα υπόλοιπα αστέρια στον ουρανό κι όταν ξημερώνει είμαι η δική σου καινούρια μέρα.

Πόσο τυχερή είμαι που σε έχω στη ζωή μου; Και μακάρι να σε έχω για πολλά χρόνια ακόμη. Αυτό που έχουμε είναι ανεπανάληπτο. Μοναδικό μέσα στην πολλαπλότητα, πολύχρωμο μέσα στη μονοτονία, κινητό μέσα στην ακινησία.

Μπορείς να με δεις σε όλες μου τις εκδοχές, να με συμβουλέψεις σαν να είσαι ο πατέρας μου. Σ’ αγαπάω γι’ αυτό. Βασικά ψέματα. Σε λατρεύω. Μοιάζεις με το μπλε ματάκι που στολίζει το βραχιόλι μου, για να μη με φάνε τα κακά μυαλά.

Είσαι ο δικός μου άγγελος. Ο άγγελος με τα μπλε μάτια. Και τώρα, ενώ η φωτιά σβήνει σιγά-σιγά ανοίγεις την πόρτα. Είσαι τόσο κουρασμένος, ξενύχτησες πάλι δουλεύοντας με τις ώρες. Παρ’ όλα αυτά δεν έχεις νεύρα. Με κοιτάς και μου χαμογελάς.

Σε κοιτάω κι εγώ.

Θεέ μου, τι όμορφος που είσαι μέσα στο μπλε σου κοστούμι;

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη