Όσο και να μην το θέλουμε, κάποια στιγμή θα κρίνουμε κάποιον. Για το οτιδήποτε, απ’ το ντύσιμό του, μέχρι και το σύντροφο που έχει επιλέξει. Μπορεί να το κάνουμε χιουμοριστικά, μπορεί όμως και να το εννοούμε πραγματικά. Δε σκεφτήκαμε ποτέ γιατί εξ αρχής μας δημιουργήθηκε η ανάγκη να κρίνουμε κάποιον. Γιατί μπήκαμε στη διαδικασία να ασχοληθούμε και να σχολιάσουμε τη ζωή κάποιου άλλου κι όχι τη δική μας.
Αρχικά, κακά τα ψέματα, είναι λίγο-πολύ αβίαστο για τον καθένα μας να κρίνει κάποιον άλλον κι αυτό γιατί αυτό είναι το μόνο εύκολο. Είναι εύκολο να κρίνεις κάποιον εκ του ασφαλούς, βασισμένος σε κάτι που άκουσες από λόγια τρίτων, σε μια φάση που έγινε κι έτυχε να ήσουν μπροστά, ακόμη και σε αυτό που σου πουλάει ότι είναι στα social media. Είναι πολύ πιο εύκολο, λοιπόν, να κρίνεις κάποιον με το δικό σου μυαλό και τις δικές σου εμπειρίες και να πεις αν αυτό που έκανε ήταν σωστό ή όχι, παρά να βάλεις τον εαυτό σου στη διαδικασία να μπει στα δικά του παπούτσια και να αναρωτηθείς τι έκανε ο τάδε και γιατί.
Το να κρίνεις, λοιπόν, κάτι που έκανε κάποιος και να πεις ότι «δεν έπρεπε να το κάνει αυτό» είναι άτοπο. Δεν ξέρεις καλά αυτόν τον άνθρωπο, ή όσο καλά κι αν νομίζεις ότι τον ξέρεις, εν τέλει, δεν είσαι αυτός. Αυτός είναι αυτός κι εσύ είσαι εσύ. Όπως εσύ κρατάς κάποια πράγματα για σένα, τα οποία δεν τα ξέρει ούτε η ίδια σου η μάνα, έτσι κάνουμε όλοι μας.
Είναι μια αβυσσαλέα ανάγκη όλων των ανθρώπων –έστω και υποσυνείδητη– να κρατάνε κάποια πράγματα για τον εαυτό τους, να έχουν μια πλευρά που δε θέλουν να την εκθέσουν σε κανέναν. Θέλουν να την προστατεύσουν. Είτε γιατί αν βγει προς τα έξω αυτή τους η πλευρά θα βιώσουν την εκμετάλλευση από πολλούς, είτε γιατί πολύ απλά δε θέλουν να δείξουν αυτό το κομμάτι του εαυτού τους στους άλλους.
Έτσι, την επόμενη φορά που θα θελήσεις να κρίνεις τον οποιοδήποτε για το οτιδήποτε, πριν το κάνεις, κάνε στον εαυτό σου μερικές απλές ερωτήσεις. Για παράδειγμα, τι πάει λάθος με τη ζωή μου ώστε να έχω το χρόνο να ασχολούμαι και να βγάζω χολή σε άλλους; Αυτό που κάνει γιατί μου φαίνεται λάθος; Επειδή έτσι μου είπαν, ή επειδή το πιστεύω κι εγώ πραγματικά; Και τέλος, μήπως καθένας είναι ελεύθερος εν έτει 2017 να κάνει αυτό που γουστάρει πραγματικά και θα έπρεπε όλοι οι υπόλοιποι να ασχολούνται με τους εαυτούς τους;
Όσο για το αν ο λόγος που θα εφαρμόσεις ένα «πρέπει» σε κάποιον άλλον είναι επειδή αυτό είναι κοινωνικά αποδεκτό, εδώ οι απόψεις διίστανται. Κάθε κοινωνία έχει τα δικά της «πρέπει» και δεν είναι λίγες οι φορές που έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με τα «πρέπει» μιας άλλης κοινωνίας. Έπειτα, με τα χρόνια αυτά πρέπει να αλλάζουν, ο κόσμος πρέπει να προοδεύει κι ο άνθρωπος πρέπει να είναι λίγο παραπάνω άνθρωπος με τους συνανθρώπους του.
Σκέψου ότι στην τεράστια και τόσο προοδευτική πόλη στην οποία ζεις σήμερα, πριν χρόνια αν μια γυναίκα την παρατούσε ο άντρας της και μεγάλωνε μόνη της το παιδί της την αποκαλούσαν ζωντοχήρα, ήταν δακτυλοδεικτούμενη κι οι μάνες δεν άφηναν τις κόρες τους να κάνουν παρέα μαζί της για να μην τις «οδηγήσει στον κακό το δρόμο», ενώ πλέον –κι ευτυχώς– σου προκαλεί θαυμασμό και σεβασμό μια γυναίκα να μεγαλώνει μόνη της το παιδί της.
Παλιά, αν υπήρχε ενδοοικογενειακή βία, οι γονείς του ζεύγους δεν ήθελαν να χωρίσουν για το «τι θα πει ο κόσμος». Πλέον, και ξαναλέω και τονίζω, ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Οι περισσότεροι γονείς βάζουν την ευτυχία και την εσωτερική γαλήνη του παιδιού τους πάνω από κάθε πικρόχολο σχόλιο μιας κατίνας ή ενός κουτσομπόλη -κι έτσι πρέπει να ‘ναι.
Με όλα αυτά συνειδητοποιούμε ότι η άσκηση κριτικής σε βάρος κάποιου άλλου είναι κάτι που προϋπάρχει εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Είναι κάτι που σίγουρα κάποτε θα είδες και θα άκουσες κάποιον να το κάνει, για αυτό και κάποια στιγμή έφτασες στο σημείο να το κάνεις κι εσύ. Είναι λογικό, δεν είναι όμως σωστό κι αυτό είναι που όλοι μας έχουμε την υποχρέωση να κατανοήσουμε: δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε κάτι, απλά και μόνο επειδή το κάνουν πολλοί ή το κάνανε παλαιότερα. Απ’ τη στιγμή που είναι λάθος, στόχος μας είναι να εξαλειφθεί το φαινόμενο της κριτικής και των «πρέπει», χωρίς καμία εξαίρεση.
Συνεπώς, στα επόμενα «πρέπει» που θα πας να ορίσεις σε άλλους, δαγκώσου. Είναι δικαίωμά σου να μη συμφωνείς με τις επιλογές κάποιου. Είναι επίσης δικαίωμά σου να του το πεις. Είναι, όμως, υποχρέωσή σου να σεβαστείς κι αυτόν και τις επιλογές του, ακόμη κι αν διαφωνείς. Καθένας ζει μια εντελώς διαφορετική και μοναδική ζωή απ’ τον άλλον, έχει τα δικά του ερεθίσματα, τις δικές του αντιλήψεις. Όπως κι εσύ λοιπόν δε θα ανεχόσουν τα «πρέπει» κανενός γιατί δε συμβαδίζουν με τα δικά σου, γιατί να ανεχτεί και κάποιος άλλος τα δικά σου;
Άλλωστε, δεν είναι τυχαία η φράση που έχουν υιοθετήσει αρκετοί rappers και hip-hoppers: «μόνο ο Θεός μπορεί να με κρίνει», εννοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι γράφανε τις γνώμες των άλλων στα άγραφα. Οι περισσότεροι από αυτούς –ειδικά οι παλαιότεροι– προέρχονται από μικρές γειτονιές, φτωχικές, με σοβαρά προβλήματα, κινδύνους και σκηνικά, που οι περισσότεροι από εμάς τα έχουμε δει μόνο σε κάποιες σκηνές από τις ταινίες του Tarantino.
Βίωσαν λοιπόν στο πετσί τους και την κακεντρέχεια του κόσμου και την κριτική, η οποία δεν είχε ως στόχο φυσικά να σε κάνει καλύτερο παρά να σε υποτιμήσει και να σε ρίξει. Τέτοιες καταστάσεις, λοιπόν, τους οδήγησαν στο σημείο να κάνουν αυτά τα λόγια προσωπικό μότο της ζωής τους, με τον Tupac μάλιστα να βγάλει album και τραγούδι με αυτόν τον τίτλο.
Τα «πρέπει» μας λοιπόν, καλό είναι να τα κρατάμε για τον εαυτό μας. Κι αν κάποια στιγμή θελήσεις να κρίνεις κάποιον, να το κάνεις με αγάπη και με καλές προθέσεις, έτσι ώστε όταν το κάνεις να μη μοιάζει καν με κριτική παρά με την προσωπική σου γνώμη. Πιο όμορφο είναι, δε νομίζεις;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη