Δυναμικοί κι ανεξάρτητοι. Απόλυτα ικανοί κι αυτοδύναμοι. Επιβιώνουμε με άνεση και χάρη κι ορισμένες φορές τα καταφέρνουμε περίφημα, ως άλλοι supermen και worder women. Πείθουμε εαυτόν και τρίτους πως δε χρειαζόμαστε κανέναν και τίποτα και πως όλα όσα θέλουμε για να ευτυχίσουμε είναι μονάχα ο εαυτός μας.
Να ‘χεις καλή σχέση με τον εαυτό σου. Να σ’ αγαπάς, να σε εκτιμάς, να σε φροντίζεις. Να σε μάθεις να χαμογελάς. Να σε κάνεις να χαμογελάς. Μεγαλείο. Ένα δωμάτιο, με μόνη συντροφιά την αρχοντιά σου, μια κούπα τσάι, καφέ ή αλκοόλ –ανάλογα την ώρα και τα ζόρια–, ένα βιβλίο, δυο μελωδίες, ένα λευκό χαρτί, που σκοπεύεις να γεμίσεις με μαύρες κουκκίδες πολύχρωμων –ή και σκοτεινών– σκέψεων, ή, ακόμα, κινούμενες φιγούρες σε μια ακίνητη οθόνη. Κι αυτά να αρκούν. Να μην καλύπτουν απλώς, να γεμίζουν. Να σε γεμίζουν. Να σε διασκεδάζουν. Να περνάς καλά με σένα. Ωραίο πράμα να ‘χεις τον εαυτό σου στο πλευρό σου, σύμμαχό σου, συμπαραστάτη.
Σπουδαίο πράγμα να ‘χεις έναν άνθρωπο. Δικό σου. Να τον αγαπάς. Να τον νοιάζεσαι. Σπουδαιότερο∙ να σ’ αγαπά. Γι’ αυτό που είσαι, για όσα είσαι, ό,τι κι αν είσαι. Να σε αγαπά ελεύθερα κι ειλικρινά. Συνειδητοποιημένα. Με μια απόφαση αποκλειστικά δική του, με μια αγάπη απόλυτα παραχωρημένη σε σένα με πλήρη ενσυναίσθηση.
Αγαπιέσαι. Σίγουρα αγαπιέσαι. Όσο κι αν κάποιες στιγμές αμφισβητείς κι αμφιβάλλεις. Αγαπιέσαι από μια μάνα, έναν αδερφό, ένα φιλαράκι, ένα τετράποδο. Μα είναι αγάπη αλλιώτικη τούτη. Σηκώνει ένα βάρος, την ακολουθεί μια σκιά. Κάτι τη γεννά εκβιαστικά, κάτι σαν υποχρέωση γίνεται θηλιά που κάπου-κάπου σε πνίγει. Κάτι της χρωστάς κι εσύ.
Η μάνα αγαπά το δημιούργημά της, σαν μια θυσία που πάντα θα την ακολουθεί ένα συναίσθημα εγωιστικό. Η οικογένεια γιατί έτσι έμαθε. Γεννήθηκε με αυτή την ιδέα, μεγάλωσε με αυτή τη συνήθεια. Συνήθεια που συχνά συγχύζεται και βαφτίζεται σε τόσα άλλα -που πειστικά υποδύεται πως είναι και που άλλες φορές όντως είναι. Ο φίλος νοιάζεται για να –ή γιατί– τον νοιάζεσαι. Έννοια αμφίδρομη, χτισμένη σε θεμέλια από δούναι και λαβείν, δομημένη σε σκαλωσιές αμοιβαιότητας. Ακόμα κι ένα πλάσμα που νιαουρίζει ή γαβγίζει δεν είναι τόσο απόλυτα ανιδιοτελές κι αθώο. Αγαπά. Αναμφισβήτητα. Με μια σχέση εξάρτησης κι ανταλλαγής. Σε χρειάζεται. Πόσο σίγουρος μπορεί να είσαι για την αγάπη κάποιου που έχει την ανάγκη σου;
Αγάπες εξαρτητικές, εκβιασμένες, υποχρεωτικές, συμφεροντολογικές και συμφέρουσες. Σ’ αγαπούν γιατί δεν μπορούν αλλιώς, γιατί σε χρειάζονται, γιατί έτσι έμαθαν κι έτσι πρέπει. Σ’ αγαπούν για να τους αγαπήσεις. Και κάπως έτσι η αγάπη χάνει τη μισή της δύναμη. Και πάλι, παραμένει, ισχυρή κι ακλόνητη, αφού ολόκληρη είναι παντοδύναμη.
Κι υπάρχει κι ένας άνθρωπος. Δικός σου. Σε αγαπά. Χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς χρονοδιαγράμματα. Χωρίς απαιτήσεις ή ανταλλάγματα. Όχι γιατί πρέπει, όχι γιατί έτσι έμαθε, όχι γιατί βολεύει ούτε γιατί είναι εύκολο. Σ’ αγαπά, γιατί το θέλει, γιατί το διάλεξε. Γιατί σε διάλεξε, μέσα σε τόσους. Ίσως για πάντα, ίσως για όσο. Σίγουρα τώρα.
Σε αγαπά κι είναι εδώ. Από επιλογή, συνειδητή κι εύθραυστη. Επιλογή που κάθε νύχτα λήγει και κάθε μέρα την ανανεώνει απ΄την αρχή. Κανείς δεν τον κρατάει εδώ –αν δε θέλει να μείνει–, σίγουρα όχι εσύ. Μένει γιατί θέλει. Γιατί σε θέλει. Έχεις έναν άνθρωπο. Τι πιο σπουδαίο;
Η αγάπη είναι τύχη, είναι δύναμη, είναι ζωή, μα ο έρωτας είναι πάντα πιο∙ πιο πολύ, πιο πάνω, πιο έντονος, πιο αληθινός, πιο μεγαλειώδης. Η αγάπη σε κρατάει ζωντανό, μα ο έρωτας –όταν θέλει κι όταν του αξίζεις– σε κάνει αθάνατο!