«Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να σου δώσω όσα αξίζεις». Μια φράση που φαντάζομαι πως έχουμε ακούσει όλοι ή οι περισσότεροι κάποια στιγμή στη ζωή μας. Πέρα απ’ τα όποια συναισθήματα που σου προκαλεί αυτή η φράση εκείνη τη στιγμή που την ακούς, έχεις καθίσει ποτέ να αναλύσεις και να σκεφτείς το βαθύτερο νόημά της;

Αν κι είναι λογικό τα πρώτα συναισθήματα που σου εμπνέονται στο άκουσμά της να είναι πόνος, θυμός, αδικία, θλίψη, πανικός, έκπληξη, άρνηση ακόμα και κενό. Το τελευταίο μπορεί να το νιώσεις γιατί εκείνη τη στιγμή που κάποια ή κάποιος σου πει αυτήν τη φράση μπορεί και να αισθανθείς πως κάνεις ελεύθερη πτώση, με τη διαφορά ότι δεν έπεσες μόνος σου αλλά κάποιος σε έσπρωξε.

Κι αυτός που σε έσπρωξε είναι το ίδιο άτομο που κάποτε σου άπλωσε το χέρι του και σε κράτησε σφιχτά για να μη φύγεις. Είναι το ίδιο άτομο που μπορεί και να βιάστηκε να σου πει τρυφερά λόγια, βιάστηκε να σε βάλει στη ζωή του, βιάστηκε να κάνει όνειρα για ένα κοινό μέλλον μαζί σου. Κι εσύ το μόνο λάθος που έκανες ήταν να αφεθείς και να πιστέψεις. Και πολύ καλά έκανες, δε χρειάζεται να μετανιώνεις, γιατί χρειάζεται θάρρος για να ανοιχτείς σε κάποιον και να επιτρέψεις στον εαυτό σου να επενδύσει συναισθηματικά.

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να ερμηνεύσουμε αυτήν την πολυφορεμένη και συνηθισμένη φράση χωρίζοντάς τη σε τρία διαφορετικά σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά το ρήμα «φοβάμαι». Και ποιος είναι αυτός που δε φοβάται να δεθεί με έναν άλλο άνθρωπο; Και ποιος δε φοβάται να δείξει στον άλλο τα πραγματικά του χρώματα και χαρακτήρα μήπως κι απορριφθεί; Μήπως τελικά αυτό που φοβούνται περισσότερο είναι ο ίδιος τους ο εαυτός; Γιατί όταν νιώθεις ότι έχεις δίπλα σου κάποιον που αξίζει, δεν αφήνεις τον φόβο ή τις ανασφάλειές σου να σε νικήσουν.

Το δεύτερο σκέλος αφορά τη φράση «δεν μπορώ». Είναι προτιμότερο, νομίζω, να πεις στον άλλο ότι δε θέλεις, ακόμα κι ότι δεν ξέρεις ή δεν είσαι απόλυτα σίγουρος. Γιατί η αλήθεια είναι ότι μπόρεσες να τον πλησιάσεις, μπόρεσες να του γεννήσεις προσδοκίες, μπόρεσες να τον πληγώσεις. Τουλάχιστον μπορείς να είσαι λίγο περισσότερο ειλικρινής.

Το τρίτο και τελευταίο σκέλος αφορά το θέμα της «αξίας». Ποιος ξέρει καλύτερα από εμάς τους ίδιους τι μας αξίζει και τι όχι σε αυτήν τη ζωή; Η απάντηση είναι απλή και λίγο έως πολύ δεδομένη, κανείς.

Αφού, λοιπόν, περάσει το πρώτο μούδιασμα, μην καταφύγεις σε ενοχικές σκέψεις, μη σκεφτείς ότι εσύ έδιωξες με κάποιον τρόπο τον άλλο από δίπλα σου, μην μπεις στη διαδικασία να υπεραναλύσεις κάθε λέξη ή φράση ειπώθηκε. Κυρίως, όμως, μη σκεφτείς ότι απορρίφθηκες ή ότι δεν αξίζεις. Το αντίθετο μάλιστα, επειδή αξίζεις, όπως κι όλοι οι άνθρωποι σε αυτόν τον πλανήτη, αυτό που σου συνέβη θα αποδειχτεί πως ήταν προς όφελός σου. Γιατί ποιος άνθρωπος θέλει δίπλα του κάποιον που φοβάται και προτιμά να κάνει βήματα πίσω; Κάποιον που δεν ξέρει τι θέλει, αφού δεν τα έχει βρει ακόμα με τον εαυτό του. Κάποιον που πιστεύει πως μπορεί να αποφασίζει για εσένα χωρίς εσένα.

Δες το όλο αυτό, λοιπόν, σαν μια εμπειρία που σε έκανε ακόμα πιο δυνατό και σίγουρο γι’ αυτό που πραγματικά θέλεις και χρειάζεσαι εσύ. Να είσαι βέβαιος πως βγήκες κερδισμένος από αυτήν την ιστορία, γιατί ένιωσες, γιατί εκτέθηκες, κι ακόμα κι αν πληγώθηκες, έκανες βήματα μπροστά γιατί έμαθες κι ωρίμασες λίγο παραπάνω.

Η μόνη φράση που πρέπει να επαναλαμβάνεις από εδώ και πέρα στον εαυτό σου είναι αυτή «Δε φοβάμαι να ανοιχτώ, έχω και θέλω να δώσω συναισθήματα γιατί πολύ απλά αξίζω το καλύτερο». Διεκδίκησέ το, γιατί το χρωστάς στον εαυτό σου!

 

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Γεώργα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη