Αμέτρητες φορές πιάνω τον εαυτό μου να νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια. Δεν είμαι βαμπίρ προς Θεού, δεν τα έζησα αλλά αυτός ο παλιός, ελληνικός κινηματογράφος μου έδειχνε μια εποχή ξέγνοιαστη, αγνή και απλή. Οι άνθρωποι σ’ αυτές τις εποχές δεν είχαν σε καμία περίπτωση την υπερκαταναλωτική μανία του σήμερα.
Χιλιάδες οι βόλτες με τα αμάξια και στο ράδιο να παίζει το βαλς των χαμένων ονείρων, το θρυλικό «ας ερχόσουν για λίγο» και στους δακρύβρεχτους τσακωμούς το «άνοιξε πέτρα». Το να βλέπεις ένα αμάξι στο φανάρι να έχει τέρμα αυτά τα τραγούδια είναι σπάνιο, το έζησα με πρωταγωνίστρια εμένα, κι άνθρωποι στο διπλανό αμάξι σταυροκοπιόντουσαν.
Είμαστε εμείς που σιχαθήκαμε τη φτήνια που έχουν οι σχέσεις γύρω μας. Μια σαπίλα, μια καχυποψία πως όλοι θέλουν το κακό μας. Και ναι. Ξέρω, μια φίλη που σε έφτυσε, μια σχέση που τέλειωσε άδοξα και το σύμπαν που συνωμοτεί συνέχεια εναντίον σου.
Μήπως αυτή η συνεχόμενη κλάψα τελικά προκαλεί την επόμενη; Έχουμε γίνει πια τόσο μαζοχιστές; Πολλές φορές είμαι πεπεισμένη πως οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι σ’ αυτή τη ζωή είναι οι αφελείς. Κάνουν ζημιές άθελά τους, χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται τις συνέπειες και μετά ούτε γάτα ούτε ζημιά. Εμείς; Πρέπει να τα σκεφτούμε όλα!
Εκατό σενάρια, αν γίνει το ένα αν γίνει το άλλο και μετά να παρακαλάς το Θεό να σε κάνει αναίσθητο. Και μετά τύψεις γιατί και κάποιοι από εμάς το βράδυ όταν μένουμε μόνοι μας σκεφτόμαστε και το λούκι αυτών που έχουμε στη ζωή μας.
Μήπως απλά όσο περνούν τα χρόνια μαζί τους παίρνουν και τις αξίες γύρω μας; Μήπως τότε ανάμεσα σε λέξεις απλές οι άνθρωποι ήταν πιο ξέγνοιαστοι; Ούτε κινητά ούτε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λαχταρούσαν απλώς να δουν ο ένας τον άλλο.
Κι αν είχαν ένα απωθημένο να πουν, έπαιρναν πένα και χαρτί. Περίμεναν κάθε πρωί τον ταχυδρόμο να διαβάσουν, να μάθουν πώς είναι αυτοί που αγαπούν. Δε θα εμπιστεύονταν ηλεκτρονικά μαραφέτια. Θα έδιναν ένα σημείο συνάντησης σε μια πλατεία, θα κοιτούσαν ανάμεσα σε εκατοντάδες περαστικούς το δικό τους γνωστό.
Τώρα; Πάνε αυτά. Και σε πιάνει μια μελαγχολία που ζεις σ’ αυτήν την απρόσωπη τσιμεντούπολη. Που αποφεύγεις ν’ ανοίξεις το γραμματοκιβώτιο να βρεις πάλι λογαριασμούς και διαφημιστικά. Γιατί πια μας σκέφτονται μόνο αυτοί που θέλουν τα λεφτά μας κι όχι τα μάτια μας! Και κλείνεσαι κι ανοίγεις το μαραφέτι και κολλάς σ’ αυτά τα παλιά ελληνικά τραγούδια που το καθένα είχε μια ιστορία. Είχε κάτι να πει κι όχι να πουλήσει.
Μάλλον ζω στη λάθος εποχή και ποτέ δε θα σταματήσω να το φωνάζω. Ανήκω σ’ αυτούς που διψούν για αλήθεια στα χαλάσματα της εποχής μας. Ανήκω σε μια γενιά που όταν κάνει το καλό δε ζητά ανταλλάγματα, ούτε περιμένει ανταπόδοση. Ανήκω στη μειοψηφία που δεν κλείνει τα μάτια σε κάτι που γίνεται δίπλα μου.
Ελπίζω πραγματικά να μην είμαι μόνη. Κι αν κι εσύ εκεί έξω νιώθεις αυτή τη μοναξιά, τη μάστιγα της εποχής μας, συνέχισε να κρατάς τις αξίες σου σφιχτά και μοίρασέ τες απλόχερα σ’ αυτούς που δεν τις γνώρισαν ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου