Δεν ήταν πολύς ο χρόνος που ήμασταν μαζί, ήταν όμως ο πιο ουσιαστικός χρόνος που έχω ξοδέψει στη ζωή μου. Κανείς άλλοτε ποτέ δεν ήταν τόσο δικός μου. Σε κανένα δεν ένιωθα ποτέ τόσο αφοσιωμένη. Είχαμε γνωριστεί καιρό πριν αρχίσουμε να βγαίνουμε χωρίς όμως να περνάμε χρόνο μαζί, είτε σε κοινές παρέες είτε σε τυχαίες συναντήσεις έξω. Συνηθίζαμε να λέμε ένα «γεια» για να μη δίνουμε σημασία ο ένας στον άλλο. Αδιάφοροι κι οι δύο.
Έφτασε εκείνο το βράδυ που όλοι έπρεπε να φύγουν νωρίς και δίχως να το καταλάβουμε μείναμε μόνοι. Εκεί άρχισε το love story μας.
Δεν ήμασταν απ’ τα ζευγάρια που είναι κολλημένα σαν κοάλα, αλλά περνούσαμε αρκετό χρόνο μέσα στη μέρα μαζί. Ξέρεις κάτι όμως; Ακόμη κι αυτή η ανεξαρτησία ήταν ένα κομμάτι που με έκανε να νιώθω πόσο ολοκληρωτικά δικός μου είσαι. Κι όχι με την έννοια της κτητικότητας, όπως συνηθίζουν οι παράφρονες να χρησιμοποιούν τη λέξη «δικός μου». Με την άλλη σημασία, τη βαριά που δύσκολα πια κάνουμε πράξη κι ακόμη πιο δύσκολα αφήνουμε να φανεί. Όταν βρισκόμασταν ήμουν εγώ για σένα κι εσύ για μένα.
Περνούσαμε χρόνο πολύτιμο. Ζούσαμε την ευτυχία μας. Μπορεί να καθόμασταν στο σπίτι, εγώ να δουλεύω στον υπολογιστή κι εσύ να με χαζεύεις παίζοντας με το μολύβι σου. Για ώρες σιωπηλοί. Χωρίς να υπάρχει τίποτα πιο όμορφο εκείνη τη στιγμή. Καμία αμηχανία, καμία ανασφάλεια. Ήμουν εκεί για σένα κι ήσουν εκεί για μένα. Όταν είχες πολλή ώρα να με νιώσεις, σηκωνόσουν και μου έδινες ένα φιλί στον ώμο. Δεν έχω υπάρξει πιο ολοκληρωμένη. Το πιο ειλικρινές, το πιο όμορφο συναίσθημα στην απόλυτη έκφρασή του.
Τα πρωινά μας; Σαν από παραμύθι. Ξυπνούσες σίγουρα πιο νωρίς από εμένα, μου ετοίμαζες τον καφέ μου και λίγο πριν φύγεις καθόσουν δίπλα μου, μου χάιδευες τα μαλλιά και ψιθύριζες πόσο τυχερός είσαι που με έχεις. Δεν κατάλαβα ποτέ, αν το έκανες για να το ακούσω, αλλά ήρθε η στιγμή να σου πω πως η τυχερή ήμουν εγώ.
Από εκείνη την τύχη που δεν την προκαλείς, σου έρχεται αβίαστα. Έτσι ήρθες κι εσύ κι έγινες το είναι μου, το αναπόσπαστό μου κομμάτι. Εσύ για μπάλα, εγώ για καφέ με τα κορίτσια, και πάλι ήσουν εκεί μαζί μου, το ένιωθα. Αν έχω φτάσει, αν χρειάζομαι κάτι, να περάσεις να με πάρεις την ώρα που θέλω, ακόμη κι αν εσύ έχεις επιστρέψει στο σπίτι.
Αυτοί ήμασταν. Προσωπικότητες ολοκληρωμένες χωρίς πολλές-πολλές ανασφάλειες, με εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο. Αφήναμε κάθε συναίσθημα να εκφραστεί σ’ όλη του τη διάσταση. Θυμός, στενοχώρια, ζήλια. Κι όταν ξεφούσκωναν, ήμασταν κι οι δύο εκεί έτοιμοι να τα αντιμετωπίσουμε με την αγάπη μας, που πάντα μα πάντα ήταν ανώτερη όλων αυτών.
Γι΄αυτό δε θα παραπονεθώ ποτέ ότι μου έλειψε κάτι από εσένα, από εμάς. Γεμίζαμε κάθε κενό, χωρίς ν’ αφήνουμε να παίρνει διαστάσεις και να μας απομονώνει. Ακόμη και πριν δώσεις τέλος, τα λόγια που μου είπες, οι κινήσεις που έκανες, δεν είχαν καμία συνοχή με την πράξη του τέλους. Μ’ αυτά τα μικρά, τα καθημερινά κατάφερες να γίνεις ένας περαστικός που όμως χόρτασα συναίσθημα, χόρτασα τρυφερότητα, στοργή, προσοχή, χόρτασα τον άνθρωπο που κοιμόμουν μαζί του τόσους μήνες.
Μόνο την παρουσία σου δε χόρτασα. Μου έφυγες νωρίς.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου